Εδώ πάνω στη Μηλίτσα ήταν ένας κυνηγός. Φύλαε σε μια γκορτσά για λακό και παρησιάστηκε τη νύχτα ένα ξωτερικό, φτιάστηκε σαν άνθρωπος και του λέει : Tι κάνεις εδώ ; -Φυλάω για λαγό. Τoυ λέει : Είσαι καλός κυνηγός ; -Άριστος. Του λέει : -Το περνάς το δαχτυλίδι του, έρριξε, το πέρασε. Βάρεσε μια με το πόδι του, έκαμε μια γούβα, του λέει : -Μπές μέσα στη γούβα. Εγώ, του λέει, τώρα θα έρθη ένα άλλο στοιχειό να παλέψουμε, αυτό είναι δυνατώτερο από μένα και θα με κάνη καλά. Εκείνο θα είναι κόκκινο και μπάλιο κι εγώ θα είμαι μαύρο μπάλιο. Να βαρέσης το κόκκινο ανάμεσα στο κούτελο. Καμμιά φορά έρχεται και το άλλο στοιχειό και πιάσαν και τσακωθήκαν. Σκόπευε εκείνος, δυσκολευόταν να πιτύχη το σημάδι. Τι φυλάς, του λέει, τώρα ρίχτου. ‘’Σηκώνει εκείνος το ντουφέκι, το βαράει. Σηκώθηκε μια λαμπάδα και διάηκε στον ουρανό. Παίρνει εκείνος το ντουφέκι του και κατεβαίνει πιλαλιτός στο χωριό. Τους λέει : Σκότωσα το στοιχειό, πάμε να το βρούμε. Πήραν το αίμα-το αίμα, το βρήκαν μέσα στο κεφαλόβρυσο σε μια τρούπα. Κι είχε εφτά γλώσσες κι ένα ασπράδι στο κούτελο.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών