Μια βολά ήτον ένας βγαλμένος στο κυνήγι και δεν εβάρηγε τίποτε. Εκεί που καθότουνα βλέπει και κατεβαίνει ένας αντρουκλας, Παναγιά μου σώσε, βουνό σωστό, και του λέει : Έχεις, ντουφέκι, μπάρμπα ; -Έχω, λέει εκείνος ο κακομοίρης, μα η ψυχή του είχε πάει στα πόδια του. Εγώ, του λέει ο άλλος, είμαι το στοιχειό του Βασιλιτσού και θα παλέψω μ’έν’άλλο στοιχειό πώρχεται να χαλάση του Βασιλίτσι. Αν το νικήσω θα γλυτώση το χωριό, μ’αν με νικήση, χαθήκατε. Πάρε ευτούνα τα τρία ασημένια βόλια και γιόμισε τοντουφέκι σου και την ώρα που θα παλέβομε θα σου κάνω νόημα να τόνε βαρέσης. Αν δεν τόνε πιτύχης, τον ματαβαρής, μ’αν τόνε πιτύχης μην τόνε μαραβαρέσης, γιατί θα χαθούμε κι συ κι εγώ. Και να σου το ειπή, μην το κάνης. Βαράει λοιπόν μια το στοιχειό του Βασιλιτσού με το πόδι του και ανοίγει ένα τράφο, ένα μπόι βαθύ. Μπαίνει μέσα ο έρμος ο κυνηγός, και χώθκε ούλος που ίσα ίσα το κεφάλι του έβγαινε όξω. Καννιά βολά, κατεβαίνει το άλλο στοιχειό, που σειόντανε τα όρη. Πιαστήκανε τα δυό στοιχειά κι αρχινήσανε να παλεύγουνε. Κάνει νόημα το στοιχειό του Βασιλιτσού σ’ εκείνονε που ήτονε χωμένος μες στην τρούπα να βαρέση. Δίνει μια εκείνος με το ντουφέκι του και το πετυχαίνει το άλλο στοιχειό στο σταυρό. Του λέει εκείνος : Μάτα βάρει! –Ναι βολά μ’εγέννησε η μάννα μου, ναι βολά βαρώ’’, λέει ευτούνος. Μόλις τώπε τούτο, έπεσε χάμω το στοιχειό κι έσκασε σαν καρπούζι. –Άντε τώρα στο χωριό σου, του λέει το στοιχε3ιό του Βασιλιτσού κι από δώ κι ομπρός δεν έχετε πιόνε να φοβούσαστε τίποτις. Έτσι τη γλύτωσε του Βασιλίτσι.

Μια βολά ήτον ένας βγαλμένος στο κυνήγι και δεν εβάρηγε τίποτε. Εκεί που καθότουνα βλέπει και κατεβαίνει ένας αντρουκλας, Παναγιά μου σώσε, βουνό σωστό, και του λέει : Έχεις, ντουφέκι, μπάρμπα ; -Έχω, λέει εκείνος ο κακομοίρης, μα η ψυχή του είχε πάει στα πόδια του. Εγώ, του λέει ο άλλος, είμαι το στοιχειό του Βασιλιτσού και θα παλέψω μ’έν’άλλο στοιχειό πώρχεται να χαλάση του Βασιλίτσι. Αν το νικήσω θα γλυτώση το χωριό, μ’αν με νικήση, χαθήκατε. Πάρε ευτούνα τα τρία ασημένια βόλια και γιόμισε τοντουφέκι σου και την ώρα που θα παλέβομε θα σου κάνω νόημα να τόνε βαρέσης. Αν δεν τόνε πιτύχης, τον ματαβαρής, μ’αν τόνε πιτύχης μην τόνε μαραβαρέσης, γιατί θα χαθούμε κι συ κι εγώ. Και να σου το ειπή, μην το κάνης. Βαράει λοιπόν μια το στοιχειό του Βασιλιτσού με το πόδι του και ανοίγει ένα τράφο, ένα μπόι βαθύ. Μπαίνει μέσα ο έρμος ο κυνηγός, και χώθκε ούλος που ίσα ίσα το κεφάλι του έβγαινε όξω. Καννιά βολά, κατεβαίνει το άλλο στοιχειό, που σειόντανε τα όρη. Πιαστήκανε τα δυό στοιχειά κι αρχινήσανε να παλεύγουνε. Κάνει νόημα το στοιχειό του Βασιλιτσού σ’ εκείνονε που ήτονε χωμένος μες στην τρούπα να βαρέση. Δίνει μια εκείνος με το ντουφέκι του και το πετυχαίνει το άλλο στοιχειό στο σταυρό. Του λέει εκείνος : Μάτα βάρει! –Ναι βολά μ’εγέννησε η μάννα μου, ναι βολά βαρώ’’, λέει ευτούνος. Μόλις τώπε τούτο, έπεσε χάμω το στοιχειό κι έσκασε σαν καρπούζι. –Άντε τώρα στο χωριό σου, του λέει το στοιχε3ιό του Βασιλιτσού κι από δώ κι ομπρός δεν έχετε πιόνε να φοβούσαστε τίποτις. Έτσι τη γλύτωσε του Βασιλίτσι.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια βολά ήτον ένας βγαλμένος στο κυνήγι και δεν εβάρηγε τίποτε. Εκεί που καθότουνα βλέπει και κατεβαίνει ένας αντρουκλας, Παναγιά μου σώσε, βουνό σωστό, και του λέει : Έχεις, ντουφέκι, μπάρμπα ; -Έχω, λέει εκείνος ο κακομοίρης, μα η ψυχή του είχε πάει στα πόδια του. Εγώ, του λέει ο άλλος, είμαι το στοιχειό του Βασιλιτσού και θα παλέψω μ’έν’άλλο στοιχειό πώρχεται να χαλάση του Βασιλίτσι. Αν το νικήσω θα γλυτώση το χωριό, μ’αν με νικήση, χαθήκατε. Πάρε ευτούνα τα τρία ασημένια βόλια και γιόμισε τοντουφέκι σου και την ώρα που θα παλέβομε θα σου κάνω νόημα να τόνε βαρέσης. Αν δεν τόνε πιτύχης, τον ματαβαρής, μ’αν τόνε πιτύχης μην τόνε μαραβαρέσης, γιατί θα χαθούμε κι συ κι εγώ. Και να σου το ειπή, μην το κάνης. Βαράει λοιπόν μια το στοιχειό του Βασιλιτσού με το πόδι του και ανοίγει ένα τράφο, ένα μπόι βαθύ. Μπαίνει μέσα ο έρμος ο κυνηγός, και χώθκε ούλος που ίσα ίσα το κεφάλι του έβγαινε όξω. Καννιά βολά, κατεβαίνει το άλλο στοιχειό, που σειόντανε τα όρη. Πιαστήκανε τα δυό στοιχειά κι αρχινήσανε να παλεύγουνε. Κάνει νόημα το στοιχειό του Βασιλιτσού σ’ εκείνονε που ήτονε χωμένος μες στην τρούπα να βαρέση. Δίνει μια εκείνος με το ντουφέκι του και το πετυχαίνει το άλλο στοιχειό στο σταυρό. Του λέει εκείνος : Μάτα βάρει! –Ναι βολά μ’εγέννησε η μάννα μου, ναι βολά βαρώ’’, λέει ευτούνος. Μόλις τώπε τούτο, έπεσε χάμω το στοιχειό κι έσκασε σαν καρπούζι. –Άντε τώρα στο χωριό σου, του λέει το στοιχε3ιό του Βασιλιτσού κι από δώ κι ομπρός δεν έχετε πιόνε να φοβούσαστε τίποτις. Έτσι τη γλύτωσε του Βασιλίτσι.

Ταρσούλη, Γεωργία
Ταρσούλη, Γεωργία (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Πύλος, Βασιλίτσι


1938




Αρ. 1159 Β, σελ. 108, Γ. Ταρσούλη, Βασιλίτσι Πυλίας, 1938

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)