Ο Μέγας Αλέξανδρος είδε ‘ς τα’ όνειρόν του να κατέβη ‘ς τη θάλασσα σαράντα χιλιάδες οργυιές ‘ς το βάθος, κ’εκειά μέσα να βρή τ’αθάνατο νερό. Αυτός έκαμε μια γυαλένια κάσσα όπως τον εδιάταξε ένας Άγγελος και του ‘πε να μείνη μέσα σ’αυτή σαράντα ώρες. Την κάσσα αυτή την έδεσε με μια αλυσίδα. Αλλά πρωτύτερα είχε πεί, άμα κουνήση την αλυσίδα, να τόνε σύρουνε ‘πάνω. Κατά τύχη επέρνα ένα χέλυ ‘ς τσοι σαράντα ώρες αυτές και την τελευταία ώρα εκτύπησε η οράν-του την αλυσίδα και τον εσύρανε πάνω. Αυτός ετότες επήρε το αθάνατο νερό και του είπε ο άγγελος να λουτρουήση το στρατό του και να το μεταβάλη και ύστερα να πάη ‘ς το σπίτι να του δώση το αθάνατο νερό, απού ήθελα μείνει αθάνατο. Αλλά αυτός πηγαίνει ΄ς το σπίτι και ζητά τα’αθάνατο νερό αλλά του είπε η κόρη του η Γοργόνα : ‘’άμα το είδα, μπαμπά, νερό, το ΄χυσα ‘ς τη θάλασσα και τσ’είπε :την –κατάρα μου να ‘χης και από τη μέση και πάνω να ‘σαι γυναίκα, κι από τη μέση και κάτω ψάρι, και να ρωτάς ανέν ‘πόθανε ή ανέ ζή ο βασιλέας Αλέξαντρος και να περιμένης την ευκή μου. Κι αυτή ετότες εγίνηκ’έτσι και αλλοίμονο’ς’ς τα καράβια που πάσι και τα ρωτήξη ανέ ζή ο βασιλεάς Αλέξαντρος ή ανέν ‘πόθανε, και τσή ‘πουνε πως ‘πόθανε, θα τα βουλήση. Και ο καπετάνιος τση λέει : ‘’ζή κερά μου ο βασιλεάς Αλέξαντρος, ζή και βασιλεύγει και τον κόσμο κυριεύγει.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών