Καλλικαντζαριές, έλεγαν στο Λιβίσι, τα φανταστικά δαιμόνια που βγαίνουν το Σαραντάμερο και χάνονατι τα θεοφάνεια. Τις φαντάζονταν σαν γυναίκες και μάλιστα ωραίες. Πολλές είναι οι σχετικές λαικές δοξασίες : Γεννιούνται με το Χριστό και στη βάφτιση του χάνουνται. Εθεωρείτο δε κακό να γεννιέται κανείς, την ημέρα τούτη του Χριστού γιατί σ’όλη του τη ζωή ο διάβολος θα ορίζει το πνεύμα του κι άθελά του θα τον ακολουθή όταν αυτός θα προστάζει. Έτσι οι Μανάδες όταν λάχει να γεννήσουν παραμονή Χριστουγέννων το κρύβουν από τους άλλους για το καλό του παιδιού τους. Τέτοιες μέρες όποιος πάει σε λεχώ κι είναι σούρουπο κι αρχίζει να νυχτώνει έχει πάντα στη τσέ[η του μια μπουκιά ψωμί και πριν να μπή μέσα την πετά έξω από το σπίτι της λεχώς για να ξορκίσει τις Καλλικαντζαριές. Οι καλλικαντζαριές ήταν πάντα ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών ακόμα και των μεγάλων. Έπαιρναν τα μωρά, ξεγελούσαν τους νέους και τις νέες που εγκαταλείπανε τα σπίτια τους και τις ακολουθούσαν, έκαναν καό στους ανθρώπους και όπως λέγανε μπορούσαν και το Χριστό ακομα να παραπλανήσουν. Ήταν πολύ ώμορφες, χόρευαν πάνω στα δώματα και τραγουδούσαν : ΄΄Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουσταρίσουμουν. Κόκκινη κλουστή κλουσμένη στην ανέμην πιρασμένη. Άσπρους πιτεινός λαλεί κόκκινους χαν τουλαλί’’. Κρατούσαν αρτάχτια στο χέρι και το κατέβαζαν από τις καπνοδόχες των σπιτιών. Αρπούσαν από τα τηγάνια τους κεφτέδες και τις γουργουλίδες και τότε τραγουδούσαν : Ως ,’έκοψες τηχ χέραμ μου να κάψει η θιος την πόδα σου ! Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουστουρίσουμουν..’’. Λένεν πως η Παναγιώτα η Τουρτόγλου, το ‘διν τα’αρτάχτιν κι έβαλιν φουνικόν κι μαζεύτηκιν καλαπαλίκιν. Ακόμη κι η Μουτούρης πήιν μι τα’αποσπαμάν του. Οι Καλλικαντζαριές λένε πως ζούσαν στο Βαί και κατοικία τους ήταν οι μυτεροί βρ’αχοι που υψώνουνταν πάνω από τη θάλασσα. Έχουμε πολλές και ποικίλες αφηγήσεις που τις χρουστάμε στους : Ειρήνη Γιαμάνη, Μαρία Χατζηκυριάκου, Πναγιώτη Δελησάββα, Πελεγία Βαιρακτάρη, Δέσποινα Τσακιργιάννη, Μαρία Καραγιάννη, Δέσποινα Καλλιατζή. Σήμερα άς ακούσουμε την αφήγηση της σεβαστής γερόντισας Ειρήνης Γιαμάνη. Την κατέγραψα όπως μου τη διηγήθηκε μια καλοκαιριάτικη μέρα στο φιλόξενο σπίτι της στη Νέα Μάκρη : ‘’Ήταν γεννημένους με τις Καλλικαντζαριές μαζίν. ‘Ερχονταν μιαν ημέραν απού του χουριόν, βλέπει μιάφ φουτιάν κι ανάβγει. Ά! Είπιν, είνιν ώρα να κάτσου ιδώ να λύσου κονάκιν κι να καρβουνίσου τημ πίτταμ μου να φάου. Άξαφνα εκεί πόκατσιν κι πριν να λύσει τα’αζόν του βλέπει έξ ιφτά γυναίκις ιμπρός του. Ήταν όμορφις, αλλαμένις σαν νύμφις, κι του πιάνουν αφ’του χέριν τουν ξιφουρτώνουν αφ’τα’ εζόν κι αρχίνουν να χορεύγουν μαζίν του κι να τραουδούν. Ήταν όμορφις θιές. Μόλις ιλάλησαν οι πετεινέ, τις έχασιν απου του χέριν του Που ιπήαν ; που ήρταν ; εν έξεριν ! Η φουτιά ικείνην την ώραν γένηκιν ένας σουρός μαύρα κάρβουνα. Η θιός να φυλάει τουν άνθρωπουν. Κι να βαπόρια ακόμη κι τα κύματα έχουν φύουν απού τις Καλλικαντζαριές.

Καλλικαντζαριές, έλεγαν στο Λιβίσι, τα φανταστικά δαιμόνια που βγαίνουν το Σαραντάμερο και χάνονατι τα θεοφάνεια. Τις φαντάζονταν σαν γυναίκες και μάλιστα ωραίες. Πολλές είναι οι σχετικές λαικές δοξασίες : Γεννιούνται με το Χριστό και στη βάφτιση του χάνουνται. Εθεωρείτο δε κακό να γεννιέται κανείς, την ημέρα τούτη του Χριστού γιατί σ’όλη του τη ζωή ο διάβολος θα ορίζει το πνεύμα του κι άθελά του θα τον ακολουθή όταν αυτός θα προστάζει. Έτσι οι Μανάδες όταν λάχει να γεννήσουν παραμονή Χριστουγέννων το κρύβουν από τους άλλους για το καλό του παιδιού τους. Τέτοιες μέρες όποιος πάει σε λεχώ κι είναι σούρουπο κι αρχίζει να νυχτώνει έχει πάντα στη τσέ[η του μια μπουκιά ψωμί και πριν να μπή μέσα την πετά έξω από το σπίτι της λεχώς για να ξορκίσει τις Καλλικαντζαριές. Οι καλλικαντζαριές ήταν πάντα ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών ακόμα και των μεγάλων. Έπαιρναν τα μωρά, ξεγελούσαν τους νέους και τις νέες που εγκαταλείπανε τα σπίτια τους και τις ακολουθούσαν, έκαναν καό στους ανθρώπους και όπως λέγανε μπορούσαν και το Χριστό ακομα να παραπλανήσουν. Ήταν πολύ ώμορφες, χόρευαν πάνω στα δώματα και τραγουδούσαν : ΄΄Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουσταρίσουμουν. Κόκκινη κλουστή κλουσμένη στην ανέμην πιρασμένη. Άσπρους πιτεινός λαλεί κόκκινους χαν τουλαλί’’. Κρατούσαν αρτάχτια στο χέρι και το κατέβαζαν από τις καπνοδόχες των σπιτιών. Αρπούσαν από τα τηγάνια τους κεφτέδες και τις γουργουλίδες και τότε τραγουδούσαν : Ως ,’έκοψες τηχ χέραμ μου να κάψει η θιος την πόδα σου ! Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουστουρίσουμουν..’’. Λένεν πως η Παναγιώτα η Τουρτόγλου, το ‘διν τα’αρτάχτιν κι έβαλιν φουνικόν κι μαζεύτηκιν καλαπαλίκιν. Ακόμη κι η Μουτούρης πήιν μι τα’αποσπαμάν του. Οι Καλλικαντζαριές λένε πως ζούσαν στο Βαί και κατοικία τους ήταν οι μυτεροί βρ’αχοι που υψώνουνταν πάνω από τη θάλασσα. Έχουμε πολλές και ποικίλες αφηγήσεις που τις χρουστάμε στους : Ειρήνη Γιαμάνη, Μαρία Χατζηκυριάκου, Πναγιώτη Δελησάββα, Πελεγία Βαιρακτάρη, Δέσποινα Τσακιργιάννη, Μαρία Καραγιάννη, Δέσποινα Καλλιατζή. Σήμερα άς ακούσουμε την αφήγηση της σεβαστής γερόντισας Ειρήνης Γιαμάνη. Την κατέγραψα όπως μου τη διηγήθηκε μια καλοκαιριάτικη μέρα στο φιλόξενο σπίτι της στη Νέα Μάκρη : ‘’Ήταν γεννημένους με τις Καλλικαντζαριές μαζίν. ‘Ερχονταν μιαν ημέραν απού του χουριόν, βλέπει μιάφ φουτιάν κι ανάβγει. Ά! Είπιν, είνιν ώρα να κάτσου ιδώ να λύσου κονάκιν κι να καρβουνίσου τημ πίτταμ μου να φάου. Άξαφνα εκεί πόκατσιν κι πριν να λύσει τα’αζόν του βλέπει έξ ιφτά γυναίκις ιμπρός του. Ήταν όμορφις, αλλαμένις σαν νύμφις, κι του πιάνουν αφ’του χέριν τουν ξιφουρτώνουν αφ’τα’ εζόν κι αρχίνουν να χορεύγουν μαζίν του κι να τραουδούν. Ήταν όμορφις θιές. Μόλις ιλάλησαν οι πετεινέ, τις έχασιν απου του χέριν του Που ιπήαν ; που ήρταν ; εν έξεριν ! Η φουτιά ικείνην την ώραν γένηκιν ένας σουρός μαύρα κάρβουνα. Η θιός να φυλάει τουν άνθρωπουν. Κι να βαπόρια ακόμη κι τα κύματα έχουν φύουν απού τις Καλλικαντζαριές.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Καλλικαντζαριές, έλεγαν στο Λιβίσι, τα φανταστικά δαιμόνια που βγαίνουν το Σαραντάμερο και χάνονατι τα θεοφάνεια. Τις φαντάζονταν σαν γυναίκες και μάλιστα ωραίες. Πολλές είναι οι σχετικές λαικές δοξασίες : Γεννιούνται με το Χριστό και στη βάφτιση του χάνουνται. Εθεωρείτο δε κακό να γεννιέται κανείς, την ημέρα τούτη του Χριστού γιατί σ’όλη του τη ζωή ο διάβολος θα ορίζει το πνεύμα του κι άθελά του θα τον ακολουθή όταν αυτός θα προστάζει. Έτσι οι Μανάδες όταν λάχει να γεννήσουν παραμονή Χριστουγέννων το κρύβουν από τους άλλους για το καλό του παιδιού τους. Τέτοιες μέρες όποιος πάει σε λεχώ κι είναι σούρουπο κι αρχίζει να νυχτώνει έχει πάντα στη τσέ[η του μια μπουκιά ψωμί και πριν να μπή μέσα την πετά έξω από το σπίτι της λεχώς για να ξορκίσει τις Καλλικαντζαριές. Οι καλλικαντζαριές ήταν πάντα ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών ακόμα και των μεγάλων. Έπαιρναν τα μωρά, ξεγελούσαν τους νέους και τις νέες που εγκαταλείπανε τα σπίτια τους και τις ακολουθούσαν, έκαναν καό στους ανθρώπους και όπως λέγανε μπορούσαν και το Χριστό ακομα να παραπλανήσουν. Ήταν πολύ ώμορφες, χόρευαν πάνω στα δώματα και τραγουδούσαν : ΄΄Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουσταρίσουμουν. Κόκκινη κλουστή κλουσμένη στην ανέμην πιρασμένη. Άσπρους πιτεινός λαλεί κόκκινους χαν τουλαλί’’. Κρατούσαν αρτάχτια στο χέρι και το κατέβαζαν από τις καπνοδόχες των σπιτιών. Αρπούσαν από τα τηγάνια τους κεφτέδες και τις γουργουλίδες και τότε τραγουδούσαν : Ως ,’έκοψες τηχ χέραμ μου να κάψει η θιος την πόδα σου ! Κλώσιτι να κλώσουμουν κι να κλουστουρίσουμουν..’’. Λένεν πως η Παναγιώτα η Τουρτόγλου, το ‘διν τα’αρτάχτιν κι έβαλιν φουνικόν κι μαζεύτηκιν καλαπαλίκιν. Ακόμη κι η Μουτούρης πήιν μι τα’αποσπαμάν του. Οι Καλλικαντζαριές λένε πως ζούσαν στο Βαί και κατοικία τους ήταν οι μυτεροί βρ’αχοι που υψώνουνταν πάνω από τη θάλασσα. Έχουμε πολλές και ποικίλες αφηγήσεις που τις χρουστάμε στους : Ειρήνη Γιαμάνη, Μαρία Χατζηκυριάκου, Πναγιώτη Δελησάββα, Πελεγία Βαιρακτάρη, Δέσποινα Τσακιργιάννη, Μαρία Καραγιάννη, Δέσποινα Καλλιατζή. Σήμερα άς ακούσουμε την αφήγηση της σεβαστής γερόντισας Ειρήνης Γιαμάνη. Την κατέγραψα όπως μου τη διηγήθηκε μια καλοκαιριάτικη μέρα στο φιλόξενο σπίτι της στη Νέα Μάκρη : ‘’Ήταν γεννημένους με τις Καλλικαντζαριές μαζίν. ‘Ερχονταν μιαν ημέραν απού του χουριόν, βλέπει μιάφ φουτιάν κι ανάβγει. Ά! Είπιν, είνιν ώρα να κάτσου ιδώ να λύσου κονάκιν κι να καρβουνίσου τημ πίτταμ μου να φάου. Άξαφνα εκεί πόκατσιν κι πριν να λύσει τα’αζόν του βλέπει έξ ιφτά γυναίκις ιμπρός του. Ήταν όμορφις, αλλαμένις σαν νύμφις, κι του πιάνουν αφ’του χέριν τουν ξιφουρτώνουν αφ’τα’ εζόν κι αρχίνουν να χορεύγουν μαζίν του κι να τραουδούν. Ήταν όμορφις θιές. Μόλις ιλάλησαν οι πετεινέ, τις έχασιν απου του χέριν του Που ιπήαν ; που ήρταν ; εν έξεριν ! Η φουτιά ικείνην την ώραν γένηκιν ένας σουρός μαύρα κάρβουνα. Η θιός να φυλάει τουν άνθρωπουν. Κι να βαπόρια ακόμη κι τα κύματα έχουν φύουν απού τις Καλλικαντζαριές.

Άγνωστος συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (EL)

Παραδόσεις

Μικρά Ασία, Λιβίσσι (Λειβίσσι)


1958




Κ. Μπουγιούκου – Μουσαίου, Λιβισιανές δοξασίες και παραδόσεις, Η φωνή του Λιβισίου και της Μάκρης, έτ. Α (1958), αρ. φ. 8 σελ. 2

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.