Κάποιος την είχεν γυναίκα την καλλικαντζαριά. Πήγανναν σ’ένα γάμο και της έλεγε βγαίκα γυναίκα να χορέψης. Αυτή δεν έβγαινε αν δεν της έδινε το μαντήλι της. Όταν της το ‘δωσε όμως και χόρεψε αυτή χάθηκε. Αυτή πήγαινε όμως κι έλουζε κάθε Σάββατο βράδυ τα παιδιά της. Ο άντρας της ένα βράδυ παραφύλαξε που το ‘βαλε και της το πήρε. Έμεινε πια κοντά του. Γιατί αυτός ήταν κυνηγός και μια μέρα λεύκαιναν οι γυναίκες παννιά στη θάλασσα. Όλες πρόλαβαν και πήρανε τα μαντήλια τως. Αυτή δεν πρόλαβε η κακομοίρα και της το πήρε αυτός και έτσι την είχε κάνει γυναίκα του. Νεράιδες λέγονται γιατί βγαίνουν σε νερό. Γι αυτό δεν πάμε την νύχτα στη βρύση τα δωδεκάημερα. Αυτές είχαν όργανα. Πάνε μια φορά και ξεμοναχεύουν τον παππού μου. Τον γύριζαν σ’όλα τα βουνά γύρω. Δεν τον απόμεινε τίποτα ούτε βρακί. Τον ανεβάναν απάνου στην πηγή(=4 βρύσες). Λέγαν : Συλαλεύεται Χριστός συλλαλεύομαι κι εγώ Δός του κι ας πηγαίνομε τίποτα δεν παθαίνουμε. Δος του κι εσύ Μαστροβασίλη. Ο μαστροβασίλης όμως ήρθε στα λοικά του. Ανέβηκε και καθόντανε στη βρύση. Τον είχανε σακατέψει, γιατί τον χτυπάγανε στην πλάτη. Αυτές πάντα γυρεύοντε να τον ρίξουν τον άνθρωπο μες το νερό και να τον πνίξουν. Αλλά κι ο άνθρωπος που μόλις βραχή ξυπνάει. (Συλαλεύεται= αυτό το λέγαν πάντοτε της Αναλήψεως, που έκαναν πάντα μπάνιο., Δος του κι ας πηγαίνομε= δηλ στη θάλασσα, Δος του κι εσύ Μαστροβασίλη= του το κανα κάμποσες φορές αυτός τίποτα, ώσπου λάλησε ο πετεινός και τότε χάνονται αυτές.) Βγαίναν και καταμεσήμερο , γι αυτό φοβούνται να πάνε μόνοι μακριά οι άνθρωποι. Τα παλιά χρόνια βγαίναν στα δώματα τα δωδεκάμερα και χορεύαν αυτές ! Τότε βγαίναν τα δαιμονικά, γιατί δεν βάνανε στους νεκρούς εμπρός την πεντάλφα. Τώρα που τηνε βάνουν την πεντάλφα δεν βγαίνουν οι νεκροί από τα μνήματα.

Κάποιος την είχεν γυναίκα την καλλικαντζαριά. Πήγανναν σ’ένα γάμο και της έλεγε βγαίκα γυναίκα να χορέψης. Αυτή δεν έβγαινε αν δεν της έδινε το μαντήλι της. Όταν της το ‘δωσε όμως και χόρεψε αυτή χάθηκε. Αυτή πήγαινε όμως κι έλουζε κάθε Σάββατο βράδυ τα παιδιά της. Ο άντρας της ένα βράδυ παραφύλαξε που το ‘βαλε και της το πήρε. Έμεινε πια κοντά του. Γιατί αυτός ήταν κυνηγός και μια μέρα λεύκαιναν οι γυναίκες παννιά στη θάλασσα. Όλες πρόλαβαν και πήρανε τα μαντήλια τως. Αυτή δεν πρόλαβε η κακομοίρα και της το πήρε αυτός και έτσι την είχε κάνει γυναίκα του. Νεράιδες λέγονται γιατί βγαίνουν σε νερό. Γι αυτό δεν πάμε την νύχτα στη βρύση τα δωδεκάημερα. Αυτές είχαν όργανα. Πάνε μια φορά και ξεμοναχεύουν τον παππού μου. Τον γύριζαν σ’όλα τα βουνά γύρω. Δεν τον απόμεινε τίποτα ούτε βρακί. Τον ανεβάναν απάνου στην πηγή(=4 βρύσες). Λέγαν : Συλαλεύεται Χριστός συλλαλεύομαι κι εγώ Δός του κι ας πηγαίνομε τίποτα δεν παθαίνουμε. Δος του κι εσύ Μαστροβασίλη. Ο μαστροβασίλης όμως ήρθε στα λοικά του. Ανέβηκε και καθόντανε στη βρύση. Τον είχανε σακατέψει, γιατί τον χτυπάγανε στην πλάτη. Αυτές πάντα γυρεύοντε να τον ρίξουν τον άνθρωπο μες το νερό και να τον πνίξουν. Αλλά κι ο άνθρωπος που μόλις βραχή ξυπνάει. (Συλαλεύεται= αυτό το λέγαν πάντοτε της Αναλήψεως, που έκαναν πάντα μπάνιο., Δος του κι ας πηγαίνομε= δηλ στη θάλασσα, Δος του κι εσύ Μαστροβασίλη= του το κανα κάμποσες φορές αυτός τίποτα, ώσπου λάλησε ο πετεινός και τότε χάνονται αυτές.) Βγαίναν και καταμεσήμερο , γι αυτό φοβούνται να πάνε μόνοι μακριά οι άνθρωποι. Τα παλιά χρόνια βγαίναν στα δώματα τα δωδεκάμερα και χορεύαν αυτές ! Τότε βγαίναν τα δαιμονικά, γιατί δεν βάνανε στους νεκρούς εμπρός την πεντάλφα. Τώρα που τηνε βάνουν την πεντάλφα δεν βγαίνουν οι νεκροί από τα μνήματα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Κάποιος την είχεν γυναίκα την καλλικαντζαριά. Πήγανναν σ’ένα γάμο και της έλεγε βγαίκα γυναίκα να χορέψης. Αυτή δεν έβγαινε αν δεν της έδινε το μαντήλι της. Όταν της το ‘δωσε όμως και χόρεψε αυτή χάθηκε. Αυτή πήγαινε όμως κι έλουζε κάθε Σάββατο βράδυ τα παιδιά της. Ο άντρας της ένα βράδυ παραφύλαξε που το ‘βαλε και της το πήρε. Έμεινε πια κοντά του. Γιατί αυτός ήταν κυνηγός και μια μέρα λεύκαιναν οι γυναίκες παννιά στη θάλασσα. Όλες πρόλαβαν και πήρανε τα μαντήλια τως. Αυτή δεν πρόλαβε η κακομοίρα και της το πήρε αυτός και έτσι την είχε κάνει γυναίκα του. Νεράιδες λέγονται γιατί βγαίνουν σε νερό. Γι αυτό δεν πάμε την νύχτα στη βρύση τα δωδεκάημερα. Αυτές είχαν όργανα. Πάνε μια φορά και ξεμοναχεύουν τον παππού μου. Τον γύριζαν σ’όλα τα βουνά γύρω. Δεν τον απόμεινε τίποτα ούτε βρακί. Τον ανεβάναν απάνου στην πηγή(=4 βρύσες). Λέγαν : Συλαλεύεται Χριστός συλλαλεύομαι κι εγώ Δός του κι ας πηγαίνομε τίποτα δεν παθαίνουμε. Δος του κι εσύ Μαστροβασίλη. Ο μαστροβασίλης όμως ήρθε στα λοικά του. Ανέβηκε και καθόντανε στη βρύση. Τον είχανε σακατέψει, γιατί τον χτυπάγανε στην πλάτη. Αυτές πάντα γυρεύοντε να τον ρίξουν τον άνθρωπο μες το νερό και να τον πνίξουν. Αλλά κι ο άνθρωπος που μόλις βραχή ξυπνάει. (Συλαλεύεται= αυτό το λέγαν πάντοτε της Αναλήψεως, που έκαναν πάντα μπάνιο., Δος του κι ας πηγαίνομε= δηλ στη θάλασσα, Δος του κι εσύ Μαστροβασίλη= του το κανα κάμποσες φορές αυτός τίποτα, ώσπου λάλησε ο πετεινός και τότε χάνονται αυτές.) Βγαίναν και καταμεσήμερο , γι αυτό φοβούνται να πάνε μόνοι μακριά οι άνθρωποι. Τα παλιά χρόνια βγαίναν στα δώματα τα δωδεκάμερα και χορεύαν αυτές ! Τότε βγαίναν τα δαιμονικά, γιατί δεν βάνανε στους νεκρούς εμπρός την πεντάλφα. Τώρα που τηνε βάνουν την πεντάλφα δεν βγαίνουν οι νεκροί από τα μνήματα.

Ιωαννίδου, Μ.
Ιωαννίδου, Μ. (EL)

Παραδόσεις

Μικρά Ασία, Μάκρη


1943




Λ. Α. αρ. 1480, σελ. 40 – 43, Μ. Ιωαννίδου, Λαογρ. Προσφύγων Λιβησίου, Μάκρης, 1943

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)