Οι παλιοί μυλωνάδες, όνταν έρχονταν η Σαρακοστή και βγαίναν τα Καρκαντζούλια, μαζεύονταν όλοι σ’ένα δωμάτιο. Πήγαιναν τα Καρκατζούλια κι κινούσαν τσ’μυλόπιτρες. Τσ’ έπιανι φόβους κι τρόμους, αλλά δεν ήξεραν πώς να τα δίωξουν. Ένας γιρουντάκος εκεί λέει : Εγώ θα τις κάνω, να τις διώξ’νε. Κι έπιρνι μι του φκυάρ’ μιτά στάχτ’ κι φουτιά αναμμέν’ κι άναβι τα δαυλιά κι τα φεύγαν τα καρκατζούλια, είδ’ άλλως δεν κοιμόνταν αυτοί καθόλ’.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens