Οι Καλλκατζάρ’ μας παίρναν τις κούκλες. Είχαμ’ κούκλες και μας έλεγεν η μάνα μας ‘’να τις κρύψτε να μη τα πάρ’ν οι Καλλκατζάρ. Και τα’νύχτα να μη βγαίν’τε όξω πριν λαλήσουν οι πετ’νοί. Μια πήγε στο bοταμό και γελάσκε και πήγε πρίν λαλήσουν οι πετνοί. Και τ’bήραν οι Καλλκατζάρ και τη γδύσαν και τη bήραν στο χορό και χορεύαν μόνε κώλ’ κι ύστερα, σα χόρευεν ο bροστ’νός, ο συρτάρ’ς έλεγεν. Δαίμονας δαιμόνου είμαι άλλο δαίμονα δεν είδα νάχη bρός και πίσ’ αρχίδια και πο πίσω κωλιορίδα. Κι ύστερα είπαν πάλι (ήταν παραμονή των φώτων)φεύγετε να φεύγωμε να ο παπάς, με το σταυρό κι η παπαδιά με το δαυλό. Ήθελε να λαλήσ’ν οι πετεινοί και δε bροφταίναν να φύγ’ν. Τον Παναγωτούδ τον bήραν οι δαιμόν’ πήσγε σε μια εξοχή, κεί που έχ’ αράμεν’ πολλοί, και σα bήγεν, δεν ήταν οι πετνοί λαλ’μεν’ και το φορτωθήκαν οι Καλλικατζάρ και τον πετροβολούσαν οι καλλκατζάρ’ καταπόδ’, και δε γύρσε να δγιή. Και πάησε στο σπίτ να πλαγιάσ’ και βροdές και αστραπές πέφταν οι πέτρες dίπ κοdάτ’. Ύστερα δε dαγιάdνα να κοιμηθή, ήταν να πεθάν’. (Να κάμ’ς πεd έξ μούχλα ψωμί να τα βάλ’ς μες στο μούστο και να τα πάρ’ς αλάχτοι πετεινοί, σα d ν’ώρα που πήγες και σε φορτωθήκαν, να κάνς εν αρμάν’ και να τα πάρ’ς να τα χύσ’ς το μούστο μέσα. Και σα θα φύγ’ς να μη γυρίσ’ς να δικ, πίσου) Κέιν΄τον πετροβολούσαν και τον σταυρώναν. Πήγαιναν bροστά τα’ και τ’κόβαν το δρόμο, για να ζdυχ’να τον πάρν τη λαλιά τα’. Κείνος δε μίλισε- Άλλα με χωρίς χέργια άλλ’ μ’ένα ποδάρ’ λογιώ λογιώ και φωτιές και βροdές βγάζαν οι πέτρες που πετούσαν- Σακάτηδες, μ’ένα μάτ’ μ’ένα χέρ’, μ’ένα ποδάρ’. Άμα έφτασε σπίτ’ πλάγιασε και κοιμήθκε και σχώρζε και μακάρζε τον Μποραγιά, που τον καθωγήδεψε. (αράμεν’=θάμνοι με αγκάθια. Είναι πράματα στοιχειωμένη, αρμάν’=κύκλο)

Οι Καλλκατζάρ’ μας παίρναν τις κούκλες. Είχαμ’ κούκλες και μας έλεγεν η μάνα μας ‘’να τις κρύψτε να μη τα πάρ’ν οι Καλλκατζάρ. Και τα’νύχτα να μη βγαίν’τε όξω πριν λαλήσουν οι πετ’νοί. Μια πήγε στο bοταμό και γελάσκε και πήγε πρίν λαλήσουν οι πετνοί. Και τ’bήραν οι Καλλκατζάρ και τη γδύσαν και τη bήραν στο χορό και χορεύαν μόνε κώλ’ κι ύστερα, σα χόρευεν ο bροστ’νός, ο συρτάρ’ς έλεγεν. Δαίμονας δαιμόνου είμαι άλλο δαίμονα δεν είδα νάχη bρός και πίσ’ αρχίδια και πο πίσω κωλιορίδα. Κι ύστερα είπαν πάλι (ήταν παραμονή των φώτων)φεύγετε να φεύγωμε να ο παπάς, με το σταυρό κι η παπαδιά με το δαυλό. Ήθελε να λαλήσ’ν οι πετεινοί και δε bροφταίναν να φύγ’ν. Τον Παναγωτούδ τον bήραν οι δαιμόν’ πήσγε σε μια εξοχή, κεί που έχ’ αράμεν’ πολλοί, και σα bήγεν, δεν ήταν οι πετνοί λαλ’μεν’ και το φορτωθήκαν οι Καλλικατζάρ και τον πετροβολούσαν οι καλλκατζάρ’ καταπόδ’, και δε γύρσε να δγιή. Και πάησε στο σπίτ να πλαγιάσ’ και βροdές και αστραπές πέφταν οι πέτρες dίπ κοdάτ’. Ύστερα δε dαγιάdνα να κοιμηθή, ήταν να πεθάν’. (Να κάμ’ς πεd έξ μούχλα ψωμί να τα βάλ’ς μες στο μούστο και να τα πάρ’ς αλάχτοι πετεινοί, σα d ν’ώρα που πήγες και σε φορτωθήκαν, να κάνς εν αρμάν’ και να τα πάρ’ς να τα χύσ’ς το μούστο μέσα. Και σα θα φύγ’ς να μη γυρίσ’ς να δικ, πίσου) Κέιν΄τον πετροβολούσαν και τον σταυρώναν. Πήγαιναν bροστά τα’ και τ’κόβαν το δρόμο, για να ζdυχ’να τον πάρν τη λαλιά τα’. Κείνος δε μίλισε- Άλλα με χωρίς χέργια άλλ’ μ’ένα ποδάρ’ λογιώ λογιώ και φωτιές και βροdές βγάζαν οι πέτρες που πετούσαν- Σακάτηδες, μ’ένα μάτ’ μ’ένα χέρ’, μ’ένα ποδάρ’. Άμα έφτασε σπίτ’ πλάγιασε και κοιμήθκε και σχώρζε και μακάρζε τον Μποραγιά, που τον καθωγήδεψε. (αράμεν’=θάμνοι με αγκάθια. Είναι πράματα στοιχειωμένη, αρμάν’=κύκλο)
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Οι Καλλκατζάρ’ μας παίρναν τις κούκλες. Είχαμ’ κούκλες και μας έλεγεν η μάνα μας ‘’να τις κρύψτε να μη τα πάρ’ν οι Καλλκατζάρ. Και τα’νύχτα να μη βγαίν’τε όξω πριν λαλήσουν οι πετ’νοί. Μια πήγε στο bοταμό και γελάσκε και πήγε πρίν λαλήσουν οι πετνοί. Και τ’bήραν οι Καλλκατζάρ και τη γδύσαν και τη bήραν στο χορό και χορεύαν μόνε κώλ’ κι ύστερα, σα χόρευεν ο bροστ’νός, ο συρτάρ’ς έλεγεν. Δαίμονας δαιμόνου είμαι άλλο δαίμονα δεν είδα νάχη bρός και πίσ’ αρχίδια και πο πίσω κωλιορίδα. Κι ύστερα είπαν πάλι (ήταν παραμονή των φώτων)φεύγετε να φεύγωμε να ο παπάς, με το σταυρό κι η παπαδιά με το δαυλό. Ήθελε να λαλήσ’ν οι πετεινοί και δε bροφταίναν να φύγ’ν. Τον Παναγωτούδ τον bήραν οι δαιμόν’ πήσγε σε μια εξοχή, κεί που έχ’ αράμεν’ πολλοί, και σα bήγεν, δεν ήταν οι πετνοί λαλ’μεν’ και το φορτωθήκαν οι Καλλικατζάρ και τον πετροβολούσαν οι καλλκατζάρ’ καταπόδ’, και δε γύρσε να δγιή. Και πάησε στο σπίτ να πλαγιάσ’ και βροdές και αστραπές πέφταν οι πέτρες dίπ κοdάτ’. Ύστερα δε dαγιάdνα να κοιμηθή, ήταν να πεθάν’. (Να κάμ’ς πεd έξ μούχλα ψωμί να τα βάλ’ς μες στο μούστο και να τα πάρ’ς αλάχτοι πετεινοί, σα d ν’ώρα που πήγες και σε φορτωθήκαν, να κάνς εν αρμάν’ και να τα πάρ’ς να τα χύσ’ς το μούστο μέσα. Και σα θα φύγ’ς να μη γυρίσ’ς να δικ, πίσου) Κέιν΄τον πετροβολούσαν και τον σταυρώναν. Πήγαιναν bροστά τα’ και τ’κόβαν το δρόμο, για να ζdυχ’να τον πάρν τη λαλιά τα’. Κείνος δε μίλισε- Άλλα με χωρίς χέργια άλλ’ μ’ένα ποδάρ’ λογιώ λογιώ και φωτιές και βροdές βγάζαν οι πέτρες που πετούσαν- Σακάτηδες, μ’ένα μάτ’ μ’ένα χέρ’, μ’ένα ποδάρ’. Άμα έφτασε σπίτ’ πλάγιασε και κοιμήθκε και σχώρζε και μακάρζε τον Μποραγιά, που τον καθωγήδεψε. (αράμεν’=θάμνοι με αγκάθια. Είναι πράματα στοιχειωμένη, αρμάν’=κύκλο)

Μέγας, Γ. Α.
Μέγας, Γ. Α. (EL)

Παραδόσεις

Λήμνος, Φυσίνη


1938




Αρ. 1160 Β, σελ. 67, Γ. Μέγας, Λήμνος, Φυσίνη, 1938

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)