Δωδεκάημερα καλούνται αι ημέρας αι από της ημέρας κατά την οποίαν εορτάζεται η γέννησις του Χριστού, μέχρι της ημέρας κατά την οποίαν εορτάζεται η βάπτισις αυτού. Κατά τας ημέρας ταύτας, δώδεκα ούσας τον αριθμόν πιστεύεται ότι επισκέπτονται τους ανθρώπους οι δαιμόνιοι Καλλικάντζαροι. Χαρακτηριστικά τούτων : είναι ανθρωπόμορφοι, πωγωνοφόροι, εμφανίζονται πάντοτε ως στήθια, στερούνται δηλαδή κάτω άκρων είναι προγάντορες, λίαν ευκίνητοι, έχοντες την ικανότητα και την ευχέρειαν να πηδώσιν από δένδρον εις δένδρον και από στέγης εις στέγην εν καταπλησσούση ταχύτητι και εν τέλει είναι λίαν κακοποιά στοιχεία. Αι δώδεκα ημέρες κατά τας οποίας παραμένουσι μεταξύ των ανθρώπων οι καλλικάντζαροι, θεωρούνται αποφράδες και δια τούτο δεν επιτρέπεται ούτε γάμος να γίνη ούτε βάπτισις. Επίσης δεν επιτρέπεται ούτε να λούηται κανείς, ούτε να πλύνωσιν ενδύματα. Παραδίδεται δε ότι τας γυναίκας που πηγαίνουσιν εις τον ποταμόν να πλύνωσιν ενδύματα κατ’ αυτάς τας ημέρας τας καταδιώκουσι πολύ. Ούτω μαρτυρείς και μύθος τις : Όταν ποτέ γυνή τις έπλυνεν εις τον ποταμόν κατά τας ημέρας αυτάς, αίφνης είδε χορόν καλλικαντζάρων, οι οποίοι έσπευδον προς αυτήν ωργισμένοι. Ευθύς επλησίασαν, ανέτρειζαν το χαρανί (λέβητα) εντός του οποίου έβραζε το ύδωρ και έσβυσαν την πυράν, την οποίαν τα μάλιστα φοβούνται και είτα έχοντες βέβαιον το θύμα των έπιασαν χορόν και εχόρευαν από χαράν διότι θα έτρωγον την γυναίκα. Αλλά η γυνή πολύ πανούργος εξεδύθη και έσπευσεν εις τον χορόν των καλλικαντζάρων, οίτινες όταν την είδον γυμνήν ετρόμαζαν, ηπόρησαν τι δαίμων είναι αυτός και εξηκολούθησαν μεν τον χορόν, αλλά αλληλοπαρατηρούμενοι και συνενοούμενοι όπως το ταχύτερον φύγωσιν ίνα μη ο δαίμων ούτος τους βλαίζη. Εις εκάστην δε στροφήν έψαλλον : στοιχειά είμαστε, στοιχειά είδαμε τέτοιο στοιχειό δεν το είδαμε από πάνου μαύρο κι από κάτον μαύρο και ‘ς τη μέση γαργαρούλια. Μετ’ολίγας δε στροφάς εξηφανίσθησαν ταυτοχρόνως όλοι. Αν δε ποτε συμβή να υποστή τις καύμα θεωρείται τούτο λίαν κακόν και επικίνδυνον, θεωρούμενον πολλάκις και ανίατον. Το καύμα τούτο λέγεται συνήθως "βούλωμα καλλικαντζάρων". Προς τούτοις πιστεύεται ότι κατά τας νύκτας των δωδεκαημέρων αυτών συχνάκις επισκέπτονται τας οικίας των ανθρώπων και επειδή πολύ φοβούνται την πυράν της εστίας και προ πάντων τον καπνόν δια ταύτα ουρούσιν επί της πυράς και ούτω την σβύνουσιν. Δεν τολμώσιν όμως να πλησιάσωσιν εις την οικίαν εκείνην εις την οποίαν καίονται δρύινα ξύλα. Παραδίδεται δε και μύθος τις περί του φόβου των δρυίνων ξύλων του οποίου μόνον το τέλος παραθέτω: Όταν επλησίαζε να φθάση εις την οικίαν του απαλέστης τις, ο οποίος κατεδιώκετο από καλλικαντ΄ζαρους διότι είχε βουλώσει ένα εξ αυτών εις τον μύλον με εξηνόμενον κρέας εφώναξε: Βγάλτε δένδρινα δαυλιά. Οι καλλικάντζαροι άμα είδον τα δένδρινα δαυλιά ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και τοιουτοτρόπως εσώθη ο καταδιωκόμενος. Μετά την παρέλευσιν του δωδεκαημέρου οι Καλλικάντζαροι λίαν πρωί εγείρονται κατά την ημέραν κατά την οποίαν εορτάζεται η βάπτισις του Χριχτού και αφού παραλάβωσι τα υπάρχοντα των αναχωρούσιν εκ των οικίων και των διαφόρων άλλων μερών όπου είχον κατασκηνώσει με τας οικογενείας των και μεταβαίνουσιν εις τας χώρας από τας οποίας ήλθον. Σπεύδουσι δε όσο το δυνατόν να απέλθωσι ταχύτερον διότι φοβούνται πολύ τους ιερείς, οι οποίοι, ως συμβαίνει, κατά την ημέραν εκείνην των Θεοφανείων, εξέρχονται δια να αγιάσωσι τα διάφορα μέρη και τας οικίας των ενοριτών των. Η σπουδή μετά της οποίας φεύγουσιν έννοια φόβου προς τους ιερείς, εκδηλούται και εκ των από παλαιοτάτου χρόνου διασωθέντων εν τη μνήμη των ανθρώπων ακολουθούντων στίχων : Φεύγατε να φύγουμε γιατ’ έφτασε ο Τουρλόππας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του μας άγιασε τον κώλο μας και την κωλοτρουπίδα μας. Χαμωλιός. Οι καλλικάντζαροι δεν φοβούνται μόνον τους ιερεύς και τα καιόμενα δρύινα ξύλα, αλλά και τον χαμωλιόν είναι δε ούτος ρίζαι ξυλώδεις είδους αγρίας ακάνθης, κατά τινας μεν, νεραγκάθι, καλουμένης, κατ’άλλους δε αγριαγγενάρας. Τας ρίζας ταύτας εξάγοντες εκ του εδάφους θέτουσιν όπισθεν της θύρας του οίκον ή καίουσι ίνα δια της οσμής αποδιώκωνται οι καλλικάντζαροι από τούτου. Τούτο δε κάμνουσι την αμέσως προηγουμένην ημέραν της του Χριστού γεννήσεως και διατηρούσι τον χαμωλιόν μέχρι της των Θεοφανείων εορτής, οπότε και φεύγουσιν οι Καλλικάντζαροι. Το ότι επιστεύετο ότι η οσμή του χαμωλιού ήτο ικανή να διώξη τους κακούς τούτους δαίμονας μαρτυρούσιν οι δυο πρώτοι στίχοι ενός σχετικού ποιήματος, τους οποίους κατώρθωσε να διατηρήση εν τη μνήμη αυτής η υπερνηκοντούτις Χρυσάνθη Δ. Τσίριμπα: Χαμωλιός μυρίζει εδώ να χαθή τέτοιο χωριό! Την στάχτην την δωδεκαημερα από την πυράν, δεν την χρησιμοποιούσιν εις πλύσιν των ενδυμάτών, διότι οι ενδυόμενοι κατόπιν τα ενδύματα αυτά θα αποκτήσωσι καλλικαντζαρότζειρες ή διαβολότζειρες κοινώς λεγόμενες, επειδή την στάχτην αυτήν ουρούσιν, ως ελέχθη προηγουμένως, οι καλλικάντζαροι.

Δωδεκάημερα καλούνται αι ημέρας αι από της ημέρας κατά την οποίαν εορτάζεται η γέννησις του Χριστού, μέχρι της ημέρας κατά την οποίαν εορτάζεται η βάπτισις αυτού. Κατά τας ημέρας ταύτας, δώδεκα ούσας τον αριθμόν πιστεύεται ότι επισκέπτονται τους ανθρώπους οι δαιμόνιοι Καλλικάντζαροι. Χαρακτηριστικά τούτων : είναι ανθρωπόμορφοι, πωγωνοφόροι, εμφανίζονται πάντοτε ως στήθια, στερούνται δηλαδή κάτω άκρων είναι προγάντορες, λίαν ευκίνητοι, έχοντες την ικανότητα και την ευχέρειαν να πηδώσιν από δένδρον εις δένδρον και από στέγης εις στέγην εν καταπλησσούση ταχύτητι και εν τέλει είναι λίαν κακοποιά στοιχεία. Αι δώδεκα ημέρες κατά τας οποίας παραμένουσι μεταξύ των ανθρώπων οι καλλικάντζαροι, θεωρούνται αποφράδες και δια τούτο δεν επιτρέπεται ούτε γάμος να γίνη ούτε βάπτισις. Επίσης δεν επιτρέπεται ούτε να λούηται κανείς, ούτε να πλύνωσιν ενδύματα. Παραδίδεται δε ότι τας γυναίκας που πηγαίνουσιν εις τον ποταμόν να πλύνωσιν ενδύματα κατ’ αυτάς τας ημέρας τας καταδιώκουσι πολύ. Ούτω μαρτυρείς και μύθος τις : Όταν ποτέ γυνή τις έπλυνεν εις τον ποταμόν κατά τας ημέρας αυτάς, αίφνης είδε χορόν καλλικαντζάρων, οι οποίοι έσπευδον προς αυτήν ωργισμένοι. Ευθύς επλησίασαν, ανέτρειζαν το χαρανί (λέβητα) εντός του οποίου έβραζε το ύδωρ και έσβυσαν την πυράν, την οποίαν τα μάλιστα φοβούνται και είτα έχοντες βέβαιον το θύμα των έπιασαν χορόν και εχόρευαν από χαράν διότι θα έτρωγον την γυναίκα. Αλλά η γυνή πολύ πανούργος εξεδύθη και έσπευσεν εις τον χορόν των καλλικαντζάρων, οίτινες όταν την είδον γυμνήν ετρόμαζαν, ηπόρησαν τι δαίμων είναι αυτός και εξηκολούθησαν μεν τον χορόν, αλλά αλληλοπαρατηρούμενοι και συνενοούμενοι όπως το ταχύτερον φύγωσιν ίνα μη ο δαίμων ούτος τους βλαίζη. Εις εκάστην δε στροφήν έψαλλον : στοιχειά είμαστε, στοιχειά είδαμε τέτοιο στοιχειό δεν το είδαμε από πάνου μαύρο κι από κάτον μαύρο και ‘ς τη μέση γαργαρούλια. Μετ’ολίγας δε στροφάς εξηφανίσθησαν ταυτοχρόνως όλοι. Αν δε ποτε συμβή να υποστή τις καύμα θεωρείται τούτο λίαν κακόν και επικίνδυνον, θεωρούμενον πολλάκις και ανίατον. Το καύμα τούτο λέγεται συνήθως
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Δωδεκάημερα καλούνται αι ημέρας αι από της ημέρας κατά την οποίαν εορτάζεται η γέννησις του Χριστού, μέχρι της ημέρας κατά την οποίαν εορτάζεται η βάπτισις αυτού. Κατά τας ημέρας ταύτας, δώδεκα ούσας τον αριθμόν πιστεύεται ότι επισκέπτονται τους ανθρώπους οι δαιμόνιοι Καλλικάντζαροι. Χαρακτηριστικά τούτων : είναι ανθρωπόμορφοι, πωγωνοφόροι, εμφανίζονται πάντοτε ως στήθια, στερούνται δηλαδή κάτω άκρων είναι προγάντορες, λίαν ευκίνητοι, έχοντες την ικανότητα και την ευχέρειαν να πηδώσιν από δένδρον εις δένδρον και από στέγης εις στέγην εν καταπλησσούση ταχύτητι και εν τέλει είναι λίαν κακοποιά στοιχεία. Αι δώδεκα ημέρες κατά τας οποίας παραμένουσι μεταξύ των ανθρώπων οι καλλικάντζαροι, θεωρούνται αποφράδες και δια τούτο δεν επιτρέπεται ούτε γάμος να γίνη ούτε βάπτισις. Επίσης δεν επιτρέπεται ούτε να λούηται κανείς, ούτε να πλύνωσιν ενδύματα. Παραδίδεται δε ότι τας γυναίκας που πηγαίνουσιν εις τον ποταμόν να πλύνωσιν ενδύματα κατ’ αυτάς τας ημέρας τας καταδιώκουσι πολύ. Ούτω μαρτυρείς και μύθος τις : Όταν ποτέ γυνή τις έπλυνεν εις τον ποταμόν κατά τας ημέρας αυτάς, αίφνης είδε χορόν καλλικαντζάρων, οι οποίοι έσπευδον προς αυτήν ωργισμένοι. Ευθύς επλησίασαν, ανέτρειζαν το χαρανί (λέβητα) εντός του οποίου έβραζε το ύδωρ και έσβυσαν την πυράν, την οποίαν τα μάλιστα φοβούνται και είτα έχοντες βέβαιον το θύμα των έπιασαν χορόν και εχόρευαν από χαράν διότι θα έτρωγον την γυναίκα. Αλλά η γυνή πολύ πανούργος εξεδύθη και έσπευσεν εις τον χορόν των καλλικαντζάρων, οίτινες όταν την είδον γυμνήν ετρόμαζαν, ηπόρησαν τι δαίμων είναι αυτός και εξηκολούθησαν μεν τον χορόν, αλλά αλληλοπαρατηρούμενοι και συνενοούμενοι όπως το ταχύτερον φύγωσιν ίνα μη ο δαίμων ούτος τους βλαίζη. Εις εκάστην δε στροφήν έψαλλον : στοιχειά είμαστε, στοιχειά είδαμε τέτοιο στοιχειό δεν το είδαμε από πάνου μαύρο κι από κάτον μαύρο και ‘ς τη μέση γαργαρούλια. Μετ’ολίγας δε στροφάς εξηφανίσθησαν ταυτοχρόνως όλοι. Αν δε ποτε συμβή να υποστή τις καύμα θεωρείται τούτο λίαν κακόν και επικίνδυνον, θεωρούμενον πολλάκις και ανίατον. Το καύμα τούτο λέγεται συνήθως "βούλωμα καλλικαντζάρων". Προς τούτοις πιστεύεται ότι κατά τας νύκτας των δωδεκαημέρων αυτών συχνάκις επισκέπτονται τας οικίας των ανθρώπων και επειδή πολύ φοβούνται την πυράν της εστίας και προ πάντων τον καπνόν δια ταύτα ουρούσιν επί της πυράς και ούτω την σβύνουσιν. Δεν τολμώσιν όμως να πλησιάσωσιν εις την οικίαν εκείνην εις την οποίαν καίονται δρύινα ξύλα. Παραδίδεται δε και μύθος τις περί του φόβου των δρυίνων ξύλων του οποίου μόνον το τέλος παραθέτω: Όταν επλησίαζε να φθάση εις την οικίαν του απαλέστης τις, ο οποίος κατεδιώκετο από καλλικαντ΄ζαρους διότι είχε βουλώσει ένα εξ αυτών εις τον μύλον με εξηνόμενον κρέας εφώναξε: Βγάλτε δένδρινα δαυλιά. Οι καλλικάντζαροι άμα είδον τα δένδρινα δαυλιά ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και τοιουτοτρόπως εσώθη ο καταδιωκόμενος. Μετά την παρέλευσιν του δωδεκαημέρου οι Καλλικάντζαροι λίαν πρωί εγείρονται κατά την ημέραν κατά την οποίαν εορτάζεται η βάπτισις του Χριχτού και αφού παραλάβωσι τα υπάρχοντα των αναχωρούσιν εκ των οικίων και των διαφόρων άλλων μερών όπου είχον κατασκηνώσει με τας οικογενείας των και μεταβαίνουσιν εις τας χώρας από τας οποίας ήλθον. Σπεύδουσι δε όσο το δυνατόν να απέλθωσι ταχύτερον διότι φοβούνται πολύ τους ιερείς, οι οποίοι, ως συμβαίνει, κατά την ημέραν εκείνην των Θεοφανείων, εξέρχονται δια να αγιάσωσι τα διάφορα μέρη και τας οικίας των ενοριτών των. Η σπουδή μετά της οποίας φεύγουσιν έννοια φόβου προς τους ιερείς, εκδηλούται και εκ των από παλαιοτάτου χρόνου διασωθέντων εν τη μνήμη των ανθρώπων ακολουθούντων στίχων : Φεύγατε να φύγουμε γιατ’ έφτασε ο Τουρλόππας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του μας άγιασε τον κώλο μας και την κωλοτρουπίδα μας. Χαμωλιός. Οι καλλικάντζαροι δεν φοβούνται μόνον τους ιερεύς και τα καιόμενα δρύινα ξύλα, αλλά και τον χαμωλιόν είναι δε ούτος ρίζαι ξυλώδεις είδους αγρίας ακάνθης, κατά τινας μεν, νεραγκάθι, καλουμένης, κατ’άλλους δε αγριαγγενάρας. Τας ρίζας ταύτας εξάγοντες εκ του εδάφους θέτουσιν όπισθεν της θύρας του οίκον ή καίουσι ίνα δια της οσμής αποδιώκωνται οι καλλικάντζαροι από τούτου. Τούτο δε κάμνουσι την αμέσως προηγουμένην ημέραν της του Χριστού γεννήσεως και διατηρούσι τον χαμωλιόν μέχρι της των Θεοφανείων εορτής, οπότε και φεύγουσιν οι Καλλικάντζαροι. Το ότι επιστεύετο ότι η οσμή του χαμωλιού ήτο ικανή να διώξη τους κακούς τούτους δαίμονας μαρτυρούσιν οι δυο πρώτοι στίχοι ενός σχετικού ποιήματος, τους οποίους κατώρθωσε να διατηρήση εν τη μνήμη αυτής η υπερνηκοντούτις Χρυσάνθη Δ. Τσίριμπα: Χαμωλιός μυρίζει εδώ να χαθή τέτοιο χωριό! Την στάχτην την δωδεκαημερα από την πυράν, δεν την χρησιμοποιούσιν εις πλύσιν των ενδυμάτών, διότι οι ενδυόμενοι κατόπιν τα ενδύματα αυτά θα αποκτήσωσι καλλικαντζαρότζειρες ή διαβολότζειρες κοινώς λεγόμενες, επειδή την στάχτην αυτήν ουρούσιν, ως ελέχθη προηγουμένως, οι καλλικάντζαροι.

Τσίριμπας, Δημήτριος Α.
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (EL)

Παραδόσεις

Αρκαδία, Λεοντάρι


1918




Αρ. 299 Β, σελ. 37, Λεοντάριον Αρκαδίας, Δ. Τσίριμπας

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)