Τα δωδεκαημερα μια φορά ένα ησκιωτικό είχε γένει σάμ παπάς και μπήκε σε μια εκκλησιά μέσα, αλλά τον έννοιωσαν αμέσως κι έκλεισαν σφιχτά τες θύρες κι εβούλωσαν ως και τις κλειδονότρυπες κι αρχίνησαν δια του πάρτο όλο θυμίαμα, την εθυμιάτησαν ως που ο παπάς εκείνος έσκασε, κι ύστερα γίνηκε μαύρος κόρακας κι απέταξε μια φορά 'ς την κορφή της εκκλησιάς κι έπεσε κάτω κι έσκασε. Και εκεί πόπεσε κάτω κι έσκασε και εκεί πόπεσ' εμαύρισ' η πλάκα κι εγίνκεν άφαντος. <Μπήκε ίσως 'ς τα άβαθνα της γής> Κι ακόμα η πλάκα, λέν αύξεται μαύρη.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens