Aπο την ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων μέχρι της εορτής της βαφτίσεως, είναι τα δωδεκάημερα. Αυτές τις ημέρες οι Καλλικαντζάροι επισέπτονται τους ανθρώπους. Φαντάζονται ότι οι Καλλικάντζαροι (κολλικάνζαροι-καλλικαντζόνια-καρκατγέλια) είναι ανθρωπόμορφοι, με γένεια, δεν έχουν πόδια, είναι στηθειά, με μπάκες (κοιλιές) μεγάλες, πολύ σβέλτοι (ευκίνητοι), πηδάν από δέντρο σε δέντρο και από τα κεραμίδια του ενός σπιτιού στα κεραμίδια του άλλου, είναι δε πολύ τσιαναμπέτηδες και εκδικητικοί. Άνουμβη να καή κανείς κατά τα δωδεκάημερα (όπου δεν επιτρέπονται ούτε γάμοι, ούτε βαφτίσια, ούτε να λούζεται κανείς, ούτε να πλένουν ρούχα), το κάυμα αυτό είναι επικίνδυνο και δ΄σκολα θεραπεύεται, λέγεται δε βούλωμα των καλλικαντζάρων. Τις νύχτες των δωδεκαημέρων οι καλλικάντζαροι έρχονται στα σπίτια των ανθρώπων και όταν εύρουν φωτιά, την οποίαν φοβούνται πολύ, την κατουράνε όλοι μαζί και τη σβένουν. Δεν κοτάνε όμως να πλησιάσουν στα σπίτια που καίγονται δένδρινα (δρυός) ξύλα στη γωνιά. Επίσης δεν πλησιάζουν τα χωριά εκείνα, που καίνε χαμωλιό. Ο χαμωλιός είναι ένα αγκάθι, νεράγκαθο, αγριαγγενάρα ή μαστυχάγκαθο το πιθανώτερον.Οι ρίζες χοντρές, είναι πολύ δηλητηριώδες. Αυτόν το χαμωλιό το βάνουν από πίσω στις πόρτες ή το καίουν στη φωτιά, βγάζει δε βαρειά οσμή. Τον διατηρούν καθ’όλα τα δωδεκάημερα. Τη μυρουδιά αυτή όταν μυριαθούν οι καλλικάντζαροι, δεν πάν κοντά στο χωριό, φύγη που φύγη. Υπήρχε σχετικόν ποιηματάκι, του οποίου μόνον δύο στίχοι σώζονται : Όταν περάσουν τα δωδεκάημερα, οι καλλικάντζαροι πολύ πρωί σηκώνουνται της βάπτισης και, αφού πάρουν τα τσιόλα τους, φεύγουν όσο μπορούν γρηγορότερα, διότι φοβούνται μη τους προλάβη ο παπάς, που γυρίζει τα σπίτια και τα αγιάζει την ημέρα αυτή. Τους παπάδες και τον αγιασμό τους φοβούνται πολύ: ‘’Φεύγατε να φύγουμε τα’έφθανε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του μας άγιασε τον κώλο μας, την κωλοτρυπίδα μας.. Τη στάχτη που μαζεύουν κατά τα δωδεκάημερα δεν την βάνουν γι’αλυσσίδα προς πλύσιμο, γιατί πιστεύουν ότι όσοι θα φορέσουν τα ρούχα που θα πλυθούν μ’αυτή τη στάχτη, θα πιάσουν καλλικαντζαρόψειρες ή διαβολόψειρες, γιατί τη στάχτη αυτή την έχαν κατουρήσει οι καλλικάντζαροι. Άξιον μελέτης το ότι τους φαντάζονται ως στηθεία.

Aπο την ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων μέχρι της εορτής της βαφτίσεως, είναι τα δωδεκάημερα. Αυτές τις ημέρες οι Καλλικαντζάροι επισέπτονται τους ανθρώπους. Φαντάζονται ότι οι Καλλικάντζαροι (κολλικάνζαροι-καλλικαντζόνια-καρκατγέλια) είναι ανθρωπόμορφοι, με γένεια, δεν έχουν πόδια, είναι στηθειά, με μπάκες (κοιλιές) μεγάλες, πολύ σβέλτοι (ευκίνητοι), πηδάν από δέντρο σε δέντρο και από τα κεραμίδια του ενός σπιτιού στα κεραμίδια του άλλου, είναι δε πολύ τσιαναμπέτηδες και εκδικητικοί. Άνουμβη να καή κανείς κατά τα δωδεκάημερα (όπου δεν επιτρέπονται ούτε γάμοι, ούτε βαφτίσια, ούτε να λούζεται κανείς, ούτε να πλένουν ρούχα), το κάυμα αυτό είναι επικίνδυνο και δ΄σκολα θεραπεύεται, λέγεται δε βούλωμα των καλλικαντζάρων. Τις νύχτες των δωδεκαημέρων οι καλλικάντζαροι έρχονται στα σπίτια των ανθρώπων και όταν εύρουν φωτιά, την οποίαν φοβούνται πολύ, την κατουράνε όλοι μαζί και τη σβένουν. Δεν κοτάνε όμως να πλησιάσουν στα σπίτια που καίγονται δένδρινα (δρυός) ξύλα στη γωνιά. Επίσης δεν πλησιάζουν τα χωριά εκείνα, που καίνε χαμωλιό. Ο χαμωλιός είναι ένα αγκάθι, νεράγκαθο, αγριαγγενάρα ή μαστυχάγκαθο το πιθανώτερον.Οι ρίζες χοντρές, είναι πολύ δηλητηριώδες. Αυτόν το χαμωλιό το βάνουν από πίσω στις πόρτες ή το καίουν στη φωτιά, βγάζει δε βαρειά οσμή. Τον διατηρούν καθ’όλα τα δωδεκάημερα. Τη μυρουδιά αυτή όταν μυριαθούν οι καλλικάντζαροι, δεν πάν κοντά στο χωριό, φύγη που φύγη. Υπήρχε σχετικόν ποιηματάκι, του οποίου μόνον δύο στίχοι σώζονται : Όταν περάσουν τα δωδεκάημερα, οι καλλικάντζαροι πολύ πρωί σηκώνουνται της βάπτισης και, αφού πάρουν τα τσιόλα τους, φεύγουν όσο μπορούν γρηγορότερα, διότι φοβούνται μη τους προλάβη ο παπάς, που γυρίζει τα σπίτια και τα αγιάζει την ημέρα αυτή. Τους παπάδες και τον αγιασμό τους φοβούνται πολύ: ‘’Φεύγατε να φύγουμε τα’έφθανε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του μας άγιασε τον κώλο μας, την κωλοτρυπίδα μας.. Τη στάχτη που μαζεύουν κατά τα δωδεκάημερα δεν την βάνουν γι’αλυσσίδα προς πλύσιμο, γιατί πιστεύουν ότι όσοι θα φορέσουν τα ρούχα που θα πλυθούν μ’αυτή τη στάχτη, θα πιάσουν καλλικαντζαρόψειρες ή διαβολόψειρες, γιατί τη στάχτη αυτή την έχαν κατουρήσει οι καλλικάντζαροι. Άξιον μελέτης το ότι τους φαντάζονται ως στηθεία.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Aπο την ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων μέχρι της εορτής της βαφτίσεως, είναι τα δωδεκάημερα. Αυτές τις ημέρες οι Καλλικαντζάροι επισέπτονται τους ανθρώπους. Φαντάζονται ότι οι Καλλικάντζαροι (κολλικάνζαροι-καλλικαντζόνια-καρκατγέλια) είναι ανθρωπόμορφοι, με γένεια, δεν έχουν πόδια, είναι στηθειά, με μπάκες (κοιλιές) μεγάλες, πολύ σβέλτοι (ευκίνητοι), πηδάν από δέντρο σε δέντρο και από τα κεραμίδια του ενός σπιτιού στα κεραμίδια του άλλου, είναι δε πολύ τσιαναμπέτηδες και εκδικητικοί. Άνουμβη να καή κανείς κατά τα δωδεκάημερα (όπου δεν επιτρέπονται ούτε γάμοι, ούτε βαφτίσια, ούτε να λούζεται κανείς, ούτε να πλένουν ρούχα), το κάυμα αυτό είναι επικίνδυνο και δ΄σκολα θεραπεύεται, λέγεται δε βούλωμα των καλλικαντζάρων. Τις νύχτες των δωδεκαημέρων οι καλλικάντζαροι έρχονται στα σπίτια των ανθρώπων και όταν εύρουν φωτιά, την οποίαν φοβούνται πολύ, την κατουράνε όλοι μαζί και τη σβένουν. Δεν κοτάνε όμως να πλησιάσουν στα σπίτια που καίγονται δένδρινα (δρυός) ξύλα στη γωνιά. Επίσης δεν πλησιάζουν τα χωριά εκείνα, που καίνε χαμωλιό. Ο χαμωλιός είναι ένα αγκάθι, νεράγκαθο, αγριαγγενάρα ή μαστυχάγκαθο το πιθανώτερον.Οι ρίζες χοντρές, είναι πολύ δηλητηριώδες. Αυτόν το χαμωλιό το βάνουν από πίσω στις πόρτες ή το καίουν στη φωτιά, βγάζει δε βαρειά οσμή. Τον διατηρούν καθ’όλα τα δωδεκάημερα. Τη μυρουδιά αυτή όταν μυριαθούν οι καλλικάντζαροι, δεν πάν κοντά στο χωριό, φύγη που φύγη. Υπήρχε σχετικόν ποιηματάκι, του οποίου μόνον δύο στίχοι σώζονται : Όταν περάσουν τα δωδεκάημερα, οι καλλικάντζαροι πολύ πρωί σηκώνουνται της βάπτισης και, αφού πάρουν τα τσιόλα τους, φεύγουν όσο μπορούν γρηγορότερα, διότι φοβούνται μη τους προλάβη ο παπάς, που γυρίζει τα σπίτια και τα αγιάζει την ημέρα αυτή. Τους παπάδες και τον αγιασμό τους φοβούνται πολύ: ‘’Φεύγατε να φύγουμε τα’έφθανε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του μας άγιασε τον κώλο μας, την κωλοτρυπίδα μας.. Τη στάχτη που μαζεύουν κατά τα δωδεκάημερα δεν την βάνουν γι’αλυσσίδα προς πλύσιμο, γιατί πιστεύουν ότι όσοι θα φορέσουν τα ρούχα που θα πλυθούν μ’αυτή τη στάχτη, θα πιάσουν καλλικαντζαρόψειρες ή διαβολόψειρες, γιατί τη στάχτη αυτή την έχαν κατουρήσει οι καλλικάντζαροι. Άξιον μελέτης το ότι τους φαντάζονται ως στηθεία.

Τσίριμπας, Δημήτριος Α.
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (EL)

Παραδόσεις

Αρκαδία, Φαλαισία


1926




Αρ. 767 – 212, Φαλαισία Αρκαδίας, Τσίριμπας

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)