Στο Κλήμα είναι η σπηλιά του γέρω Πουλούδη. Εδωνά στη Χρυσοπηγή (εκκλησία μέσα στο χωριό) ήτανε η γριά Σοφούλα. Ήτονε μαμή. Επήγαν τη νύχτα και τση χτυπούνε. Λέει, ποιος είναι; Άνοιξε της λένε, κοιλοπονά η γυναίκα. Εκείνη σηκώθηκε τότε κι άνοιξε. Αυτός την πήρε κ΄ έφυγε. Στο δρόμο που πήγαινε κάτω στση Βιτώριας τον ποταμό. Αν είσαι τυχερή και κάμη ασερνικό το παιδί μου, χαράς στη μοίρα σου. Αυτή εκατάλαβε ότι δεν επήγαινε σε καλό μέρος, αλλά δεν μπορούσε να κάμη τίποτε. Αυτός την πήγε στη σπηλιά του Κλημάτου. Αφού έφτασε εκεί, εκοιλοπονούσε η γυναίκα. Η μαμή εφοβότανε γιατί είδε πως ήτο κακό μέρος. Όταν η γυναίκα ήκαμε το παιδί, ο άντρας την ρώτησε. Τι παιδί ‘ναι; Λέει αυτή, ασερνικό, το παιδί ήταν θηλυκό πιάνει από τη τσέπη της ένα κεράκι κ’ έκαμε το σημάδι του ασερνικού παιδιού και το τύλιξε. Τα σεντόνια που ‘χανε στο κρεββάτι τα εγνώρισε πως τα είχαν κλέψει από τσοι Γεννάτες (=τοποθεσία μέσα στο χωριό κάτω από τους μύλους). Τα είχαν αφήσει εκεί όξω τη νύχτα και τα εχάσανε. Αυτή λοιπόν τα γνώρισε. Εβούτησε το χέρι της στο αίμα που γέννησε η γυναίκα και εσταμπάρισε τα σεντόνια. Αμέσως εβιαζότανε να φύγη γιατί η καρδιά της έφευγε από το φόβο. Είχε ξεκλωνιαστή. Πρι φύγη ο άντρας από τη χαρά του που ‘καμε ασερνικό παιδί της γέμωσε την ποδιά της. Αυτή η μαμή, ενόμιζε πως ήτονε φυλλοκρόμμυδα. Στο δρόμο που ερχόντανε μαζί με τον άντρα, αυτή τα ‘βγαζε κρυφά από την ποδιά της και τα πετούσε. Ενώ την έφερε στο σπίτι κ’ εμπήκε μέσα, από το φόβο της εκλείστηκε καλά. Έβαλε από πίσω από την πόρτα την κλισάρα και τη σκούπα. Αυτός από τη χαρά εγύρισε γλήγορα στο Κλήμα. Εξετύλιξε το παιδί να το δη. Βλέπουνε λοιπό ότι τση γέλασε η μαμμή και ότι δεν ήτονε ασερνικό το παιδί. Αμέσως γύρισε πίσω κ’ ήρχε (ήλθε) και της χτυπούσε την πόρτα. – Κερά μαμή, κερά μαμή, κερένιο ήταν το πουλί» (=το πέος). Αυτή μέσα είχενε ξεκλωνιαστή (είχε τρομάξει), της χτυπούσε την πόρτα, αλλά η καλή τση τύχη που φώναζε κείνη την ώρα ο κόκκορας. Έτσι λοιπό αυτός ήφυε. Λέει τση: έπρεπε να μην είναι η ώρα κοντή. Αυτή τότε έπιασε την ποδιά της κ’ ετίναξε την ποδιά της κ’ έπεσε ένα φλουρί. Λέει: Α, δες τι μου ‘χανε δώσει κ’ εγώ τα πέταξα. Αυτή η γυναίκα που γέννησε ήτονε Ανεραϊδα. Την άλλη μέρα λοιπόν ευρήκανε στσοι Γεννάτες τα σεντόνια. Οι Ανεραΐδες τα επήγανε εκεί που τα βρήκανε και ήτονε ματωμένα.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens