Μια φορά ήτανε μια bαbω (=μαμή) στο χωριό. Τη νύκτα ήρθε ένα σαμοβίλι (= Νεράϊδα) σαν άνδρας της εκτύπησε την πόρτα και την εζήτηξεν να πάη γιατί η νύφη της είναι να γεννήση. Πάει μπροστά αυτός και η bαbω από πίσω. Βγαίνουν από το χωριό. Η bαbω άρχισε να φοβάται λέει μέσα της «που πάω». Εφτάσανε σε μια σπηλιά. Λέει της: Θέλει να γεννήση η νύφη μας». Η νύφη εγέννησε. Και μετά ο άντρας για να την πληρώση της δίδουν της bαbω για λεφτά φλοίδες κρεμμυδιών. Η bαbω ετοιμάζεται να φύγη. Όταν γύρισε ήταν από τον τρόμο της ζαλισμένη. Και λέει στο σπίτι «τι έπαθεν απόψε. Ήτανε σαμοβίλες αυτοί που με πήρανε, δεν ήτανε άνθρωποι σαν εμάς. Να τι λεφτά μου ‘δώσαν, φλούδες από κρεμμύδια. Τι να κάμωμε αυτά; Και τα πέταξαν από το παράθυρο. Πήγαν οι σαμοβίλες (= οι Νεράϊδες) τα είδαν πεταμένα και εθύμωσαν. Και λένε: «Έβγα bαbω να δης που μας τα πέταξες τα λεφτά».
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens