Μια φορά μια γυναίκα συφώνησε με τς άλλες να παν για ξύλα πρωΐ – πρωΐ. Παράωρα οι Καλότυχες παρουσιάστ’καν σ’ αυτήν, της φώναζαν με τ’ όνομά της σαν να ήταν οι γυναίκες οι γειτόνισσες που είχαν συμφωνήσ’. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό, άρπαξε το κασάρ΄(= που κόβουν ξύλα) το σιγκούν και την τριχιά (=σχοινί) και πότε μπροστά και πότε πίσω από τις Καλότυχες έφτασαν όξ’ απού το χωριό σε γκρεμό που τον λένε Χάβο. Εκεί την άρπαξαν οι Καλότυχες στα χέρια για να την πετάξ’ στο γκρεμό κ’ έλεγαν: «Να την ρίξωμε να μην τη ρίξωμε» Κείν’ τη στιγμή άσπρος κόκοτος λάλ’σε κ’ οι Καλότυχες είπαν: «’Ασπρος κόκοτος λαλεί, ας είμεστ’ όπως είμεστε». Έπειτα λάλησε κόκκινες κόκοτος και είπαν: «Κόκκινος κόκοτος λαλεί, ετοιμαστήτε». Σε λίγο λάλησε μαύρος κόκοτος και είπαν: «Μαύρος κόκοτος λαλεί, φεύγετε να φέυγωμε. Έφυγαν και η γυναίκα γύρισι σπίτ’ κατατρομαγμέν’.

Μια φορά μια γυναίκα συφώνησε με τς άλλες να παν για ξύλα πρωΐ – πρωΐ. Παράωρα οι Καλότυχες παρουσιάστ’καν σ’ αυτήν, της φώναζαν με τ’ όνομά της σαν να ήταν οι γυναίκες οι γειτόνισσες που είχαν συμφωνήσ’. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό, άρπαξε το κασάρ΄(= που κόβουν ξύλα) το σιγκούν και την τριχιά (=σχοινί) και πότε μπροστά και πότε πίσω από τις Καλότυχες έφτασαν όξ’ απού το χωριό σε γκρεμό που τον λένε Χάβο. Εκεί την άρπαξαν οι Καλότυχες στα χέρια για να την πετάξ’ στο γκρεμό κ’ έλεγαν: «Να την ρίξωμε να μην τη ρίξωμε» Κείν’ τη στιγμή άσπρος κόκοτος λάλ’σε κ’ οι Καλότυχες είπαν: «’Ασπρος κόκοτος λαλεί, ας είμεστ’ όπως είμεστε». Έπειτα λάλησε κόκκινες κόκοτος και είπαν: «Κόκκινος κόκοτος λαλεί, ετοιμαστήτε». Σε λίγο λάλησε μαύρος κόκοτος και είπαν: «Μαύρος κόκοτος λαλεί, φεύγετε να φέυγωμε. Έφυγαν και η γυναίκα γύρισι σπίτ’ κατατρομαγμέν’.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά μια γυναίκα συφώνησε με τς άλλες να παν για ξύλα πρωΐ – πρωΐ. Παράωρα οι Καλότυχες παρουσιάστ’καν σ’ αυτήν, της φώναζαν με τ’ όνομά της σαν να ήταν οι γυναίκες οι γειτόνισσες που είχαν συμφωνήσ’. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό, άρπαξε το κασάρ΄(= που κόβουν ξύλα) το σιγκούν και την τριχιά (=σχοινί) και πότε μπροστά και πότε πίσω από τις Καλότυχες έφτασαν όξ’ απού το χωριό σε γκρεμό που τον λένε Χάβο. Εκεί την άρπαξαν οι Καλότυχες στα χέρια για να την πετάξ’ στο γκρεμό κ’ έλεγαν: «Να την ρίξωμε να μην τη ρίξωμε» Κείν’ τη στιγμή άσπρος κόκοτος λάλ’σε κ’ οι Καλότυχες είπαν: «’Ασπρος κόκοτος λαλεί, ας είμεστ’ όπως είμεστε». Έπειτα λάλησε κόκκινες κόκοτος και είπαν: «Κόκκινος κόκοτος λαλεί, ετοιμαστήτε». Σε λίγο λάλησε μαύρος κόκοτος και είπαν: «Μαύρος κόκοτος λαλεί, φεύγετε να φέυγωμε. Έφυγαν και η γυναίκα γύρισι σπίτ’ κατατρομαγμέν’.

Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (EL)

Παραδόσεις

Ιωάννινα, Χουλιαράδες


1959




Λ. Α. αρ. 2302, σελ. 284, Δημ. Β. Οικονομίδου, Χουλιαράδες Ιωαννίνων, 1959

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)