Δεν ύπαρχε ρολόϊ και σηκωθήκαμε να πάμε για ελιές στου Κόμπους. Είμαστε τρεις γυναίκες, είχαμε και προβατίνες κοντά, είχαμε κι ένα σκυλί γερό. Από μακρυά βλέπομε δυο γυναίκες ίσαμε το Θεό ψηλές και είπαμε που ξημέρωσε και πάνε οι νοικοκυρές στην εκκλησά. Μόλις τις είδε το σκυλί, να γυρίζη γύρω τριγύρω σε μας, την ουρά στα σκέλια. Να σηκωθή ένας αέρας που μας στράβωσε. Εκείνες επέσανε σ’ ένα αμπέλι και ούτε τις είδαν πια τα μάτια μας. Πήγαμε στις ελιές, κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε, κι ακόμα που να φέξη. Ήταν που είχαμε ψωμάκι μαζί μας κι ήταν κι η σκύλα αγέννητη, καθαρή, ειτέ αλλοιώς δε γλυτώναμε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών