Μια βολά μια καλομοίρα ήθελε (ν)α γεννήση κ’ ήρταν οι άλλες οι καλομοίρες ‘α πάρουν τη μαμμή το βράυ ά την παν’για (ν)α την ξεγεννήση. Οι καλομοίρες που πήαν ήτο σαν τις άλλες γεναίκες και χτυπούν την πόρταν της και της φώναξαν. Άνοιξε η μαμμή και της λέουν: Έλα ‘α ΄ρτης μαζί μας ‘α πα να ξεγεννήσης την αερφή μας. Εκίνησε η μαμμή και πάαινε μαζί των, αλλά ‘εν τις είχε γνωρίσει στο δρόμο της λέουν: Αλλοίμονό σου κι αν είναι κόρη, παλληκάρι το θέλομε. Η μαμμή τότε κατάλαβε πως ήτο καλομοίρες γιατί οι καλομοίρες θέλουν παλληκάρια κ(αι) εφοήθη μα είντα ‘α κάμη πάαινε, την πααίνουν σε μια λαγκάδα κ’ εκειά ήτο πάνω σ’ ωραία παπλώματα η καλομοίρα κ’ είδε μάλιστα η μαμμή κ’ ήτο τα ΄να το μεταξωτό το πάπλωμα ίδιο με της κόρης της ‘ειτόνισσας που ‘το το προικιόν της και είπε με τον νουν της αυτό είναι το ίδιο πάπλωμα της ‘ειτόνισσας εγώ ‘α το σημαδέψω με τα αιματένα μου χέρια’α δω. Ήρτε η ώρα και ξεγέννησε την καλομοίρα κ’ ήτο το μωρό κόρη είντα ‘α κάμη η μαμμή κολλά του κερένα πραματάκια το φασκιώνει μάνι μάνι κ(αι) επήε ‘α φύη άμα πήε ‘α φύη την φορτώσαν μέσα στην πούγκα της κρομμυδόφυλλα της στοιβάσαν την πούγκα της κ’ η μαμμή έφυε τρεχτή και μόλις ανέβηκε τη λαγκαδιά επέταξε τα κρομμυδόφυλλα κ’ επόμεινε ένα στην άκρη άκρη της πούγκας. Μπαίνει μέσα στο σπίτι κλειδώνει καλά και κάετο τρομαγμένη αλλά ασφαλισμένη. Σε λίο (α)κούστη μεάλος θόρυβος ήτο οι καλομοίρες και φώναζαν: Κυρά μαμμή, κυρά μαμμή κέρενκι ήταν η ψωλή. Αλλά ‘εν ημπορούν ‘α της κάμουν τίποτε γιατί ήτο κλειδωμένη η μαμμή και ‘εν εμίλα τίποτε. Το πρωΐ σηκώνεται και πάει στην ‘ειτόνισσα και ζητά το πάπλωμα ‘α το δη και το θωρεί με τα αίματα κ’ ύστερα ηύρε και στην πούγκαν της ένα φλουρί, γιατί εκείνα που της εστοίβασαν ήτο φλουριά ‘εν ήτο κρομμυδόφυλλα αλλά εφαίνοντο έτσι. Αυτές οι καλομοίρες παίρνουν τα ρούχα απ’ τα μπαούλα άμα τα ‘νοίεις το βράυ γιαυτό (δ)εν κάνει ‘α ‘νοίεις το σεντούκι σου βράυ.

Μια βολά μια καλομοίρα ήθελε (ν)α γεννήση κ’ ήρταν οι άλλες οι καλομοίρες ‘α πάρουν τη μαμμή το βράυ ά την παν’για (ν)α την ξεγεννήση. Οι καλομοίρες που πήαν ήτο σαν τις άλλες γεναίκες και χτυπούν την πόρταν της και της φώναξαν. Άνοιξε η μαμμή και της λέουν: Έλα ‘α ΄ρτης μαζί μας ‘α πα να ξεγεννήσης την αερφή μας. Εκίνησε η μαμμή και πάαινε μαζί των, αλλά ‘εν τις είχε γνωρίσει στο δρόμο της λέουν: Αλλοίμονό σου κι αν είναι κόρη, παλληκάρι το θέλομε. Η μαμμή τότε κατάλαβε πως ήτο καλομοίρες γιατί οι καλομοίρες θέλουν παλληκάρια κ(αι) εφοήθη μα είντα ‘α κάμη πάαινε, την πααίνουν σε μια λαγκάδα κ’ εκειά ήτο πάνω σ’ ωραία παπλώματα η καλομοίρα κ’ είδε μάλιστα η μαμμή κ’ ήτο τα ΄να το μεταξωτό το πάπλωμα ίδιο με της κόρης της ‘ειτόνισσας που ‘το το προικιόν της και είπε με τον νουν της αυτό είναι το ίδιο πάπλωμα της ‘ειτόνισσας εγώ ‘α το σημαδέψω με τα αιματένα μου χέρια’α δω. Ήρτε η ώρα και ξεγέννησε την καλομοίρα κ’ ήτο το μωρό κόρη είντα ‘α κάμη η μαμμή κολλά του κερένα πραματάκια το φασκιώνει μάνι μάνι κ(αι) επήε ‘α φύη άμα πήε ‘α φύη την φορτώσαν μέσα στην πούγκα της κρομμυδόφυλλα της στοιβάσαν την πούγκα της κ’ η μαμμή έφυε τρεχτή και μόλις ανέβηκε τη λαγκαδιά επέταξε τα κρομμυδόφυλλα κ’ επόμεινε ένα στην άκρη άκρη της πούγκας. Μπαίνει μέσα στο σπίτι κλειδώνει καλά και κάετο τρομαγμένη αλλά ασφαλισμένη. Σε λίο (α)κούστη μεάλος θόρυβος ήτο οι καλομοίρες και φώναζαν: Κυρά μαμμή, κυρά μαμμή κέρενκι ήταν η ψωλή. Αλλά ‘εν ημπορούν ‘α της κάμουν τίποτε γιατί ήτο κλειδωμένη η μαμμή και ‘εν εμίλα τίποτε. Το πρωΐ σηκώνεται και πάει στην ‘ειτόνισσα και ζητά το πάπλωμα ‘α το δη και το θωρεί με τα αίματα κ’ ύστερα ηύρε και στην πούγκαν της ένα φλουρί, γιατί εκείνα που της εστοίβασαν ήτο φλουριά ‘εν ήτο κρομμυδόφυλλα αλλά εφαίνοντο έτσι. Αυτές οι καλομοίρες παίρνουν τα ρούχα απ’ τα μπαούλα άμα τα ‘νοίεις το βράυ γιαυτό (δ)εν κάνει ‘α ‘νοίεις το σεντούκι σου βράυ.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια βολά μια καλομοίρα ήθελε (ν)α γεννήση κ’ ήρταν οι άλλες οι καλομοίρες ‘α πάρουν τη μαμμή το βράυ ά την παν’για (ν)α την ξεγεννήση. Οι καλομοίρες που πήαν ήτο σαν τις άλλες γεναίκες και χτυπούν την πόρταν της και της φώναξαν. Άνοιξε η μαμμή και της λέουν: Έλα ‘α ΄ρτης μαζί μας ‘α πα να ξεγεννήσης την αερφή μας. Εκίνησε η μαμμή και πάαινε μαζί των, αλλά ‘εν τις είχε γνωρίσει στο δρόμο της λέουν: Αλλοίμονό σου κι αν είναι κόρη, παλληκάρι το θέλομε. Η μαμμή τότε κατάλαβε πως ήτο καλομοίρες γιατί οι καλομοίρες θέλουν παλληκάρια κ(αι) εφοήθη μα είντα ‘α κάμη πάαινε, την πααίνουν σε μια λαγκάδα κ’ εκειά ήτο πάνω σ’ ωραία παπλώματα η καλομοίρα κ’ είδε μάλιστα η μαμμή κ’ ήτο τα ΄να το μεταξωτό το πάπλωμα ίδιο με της κόρης της ‘ειτόνισσας που ‘το το προικιόν της και είπε με τον νουν της αυτό είναι το ίδιο πάπλωμα της ‘ειτόνισσας εγώ ‘α το σημαδέψω με τα αιματένα μου χέρια’α δω. Ήρτε η ώρα και ξεγέννησε την καλομοίρα κ’ ήτο το μωρό κόρη είντα ‘α κάμη η μαμμή κολλά του κερένα πραματάκια το φασκιώνει μάνι μάνι κ(αι) επήε ‘α φύη άμα πήε ‘α φύη την φορτώσαν μέσα στην πούγκα της κρομμυδόφυλλα της στοιβάσαν την πούγκα της κ’ η μαμμή έφυε τρεχτή και μόλις ανέβηκε τη λαγκαδιά επέταξε τα κρομμυδόφυλλα κ’ επόμεινε ένα στην άκρη άκρη της πούγκας. Μπαίνει μέσα στο σπίτι κλειδώνει καλά και κάετο τρομαγμένη αλλά ασφαλισμένη. Σε λίο (α)κούστη μεάλος θόρυβος ήτο οι καλομοίρες και φώναζαν: Κυρά μαμμή, κυρά μαμμή κέρενκι ήταν η ψωλή. Αλλά ‘εν ημπορούν ‘α της κάμουν τίποτε γιατί ήτο κλειδωμένη η μαμμή και ‘εν εμίλα τίποτε. Το πρωΐ σηκώνεται και πάει στην ‘ειτόνισσα και ζητά το πάπλωμα ‘α το δη και το θωρεί με τα αίματα κ’ ύστερα ηύρε και στην πούγκαν της ένα φλουρί, γιατί εκείνα που της εστοίβασαν ήτο φλουριά ‘εν ήτο κρομμυδόφυλλα αλλά εφαίνοντο έτσι. Αυτές οι καλομοίρες παίρνουν τα ρούχα απ’ τα μπαούλα άμα τα ‘νοίεις το βράυ γιαυτό (δ)εν κάνει ‘α ‘νοίεις το σεντούκι σου βράυ.

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Νίσυρος, Νικειά


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 296 - 298, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Νικειά Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/295518



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)