Ήτανε ένα καΐκι (με παννιά) αραγμένο στ’ Αυλάκι (λιμάνι). Αυτός ο καπιτάνιος του αλλιώς το είχε αραγμένο κι αλλιώς το ήβρισκε το πρωΐ. Απόρησε κι είπε να παραφυλάξη να δη τι γίνεται. Λέει: Θα κοιμηθώ μέσα στο καΐκι. Άλλαξε την άγκυρα και την έφερε κατά δω κι ύστερα εκοιμήθηκε στην πλώρη (μέσα). Τη νύχτα, στις 12 η ώρα άκουσε ένα κρού – κρού, κάποιοι ασκώνανε την άγκυρα. Άκουσε και κάποιος εχτυπούσε παλαμάκια, χτύπους και μπαίνανε μέσα. Δεν εσηκώθηκε να δη. Σε λίγο εκαταλάβαινε που το ταξιδεύανε. Εσκέφτηκε πως ήτανε ξωτικά. Ήτανε Νεράϊδες. Άκουσε και μια από τις Νεράϊδες που ΄λεγε: - Μου μυρίζει, λέει, Χριστιανικό αίμα! Αυτός πιο πολύ εγενότουνε κουλουμπάρι.Κάποτε που έφτασε το καράβι στον προορισμό του, άκουσε τα παλαμάκια πάλι, κι εβγήκανε όλες, σκορπίσανε. Εβγήκε κι αυτός, όταν άκουσε ησυχία κι είδε πως ήτανε στην Έρημο, στην Μπαρμπαριά. Εκεί ήτανε και πολλές ταταλιές (= φοινικόδεντρα). Για μαρτυρία έκοψε ένα κλωνάρι με τάταλα (= χουρμάδες) απάνου και με σβελτοσύνη εκλείστηκε πάλε μέσα στην πλώρη του καϊκιού. Έπειτ’ από αρκετή ώρα άκουσε πάλι παλαμάκια. «Θα ‘ρτανε πάλι, λέει. Ποιος ξέρει που επήανε και τι σάρκες εφάγανε!» Μπήκανε λοιπόν μέσα όλες, ασκούσανε την άγκυρα και σε λίγο φτάσανε πάλι στ’ Αυλάκι. Εκείνες εχτυπήσανε τα χέρια τους, εβγήκανε. Ίσα, ίσα εχάραξε. Το καΐκι το ρεμετζάρανε αλλιώς. Εβγήκε αυτός, ήτανε Κυριακή κι είδε τον κόσμο που πήγαινε στην Εκκλησία, στην Αγία Τριάδα. Ξέρετε τους λέει, που πήγα απόψε; Επήγα στη Μπαρμπαριά. Ορίστε την ταταλιά και τα τάταλα που έφερα για παράδειγμα. Εξηγούσανε άλλη φορά αυτές τις Νεράϊδες, πως ήτανε γυναίκες από δω, που ήτανε πεθαμένες.

Ήτανε ένα καΐκι (με παννιά) αραγμένο στ’ Αυλάκι (λιμάνι). Αυτός ο καπιτάνιος του αλλιώς το είχε αραγμένο κι αλλιώς το ήβρισκε το πρωΐ. Απόρησε κι είπε να παραφυλάξη να δη τι γίνεται. Λέει: Θα κοιμηθώ μέσα στο καΐκι. Άλλαξε την άγκυρα και την έφερε κατά δω κι ύστερα εκοιμήθηκε στην πλώρη (μέσα). Τη νύχτα, στις 12 η ώρα άκουσε ένα κρού – κρού, κάποιοι ασκώνανε την άγκυρα. Άκουσε και κάποιος εχτυπούσε παλαμάκια, χτύπους και μπαίνανε μέσα. Δεν εσηκώθηκε να δη. Σε λίγο εκαταλάβαινε που το ταξιδεύανε. Εσκέφτηκε πως ήτανε ξωτικά. Ήτανε Νεράϊδες. Άκουσε και μια από τις Νεράϊδες που ΄λεγε: - Μου μυρίζει, λέει, Χριστιανικό αίμα! Αυτός πιο πολύ εγενότουνε κουλουμπάρι.Κάποτε που έφτασε το καράβι στον προορισμό του, άκουσε τα παλαμάκια πάλι, κι εβγήκανε όλες, σκορπίσανε. Εβγήκε κι αυτός, όταν άκουσε ησυχία κι είδε πως ήτανε στην Έρημο, στην Μπαρμπαριά. Εκεί ήτανε και πολλές ταταλιές (= φοινικόδεντρα). Για μαρτυρία έκοψε ένα κλωνάρι με τάταλα (= χουρμάδες) απάνου και με σβελτοσύνη εκλείστηκε πάλε μέσα στην πλώρη του καϊκιού. Έπειτ’ από αρκετή ώρα άκουσε πάλι παλαμάκια. «Θα ‘ρτανε πάλι, λέει. Ποιος ξέρει που επήανε και τι σάρκες εφάγανε!» Μπήκανε λοιπόν μέσα όλες, ασκούσανε την άγκυρα και σε λίγο φτάσανε πάλι στ’ Αυλάκι. Εκείνες εχτυπήσανε τα χέρια τους, εβγήκανε. Ίσα, ίσα εχάραξε. Το καΐκι το ρεμετζάρανε αλλιώς. Εβγήκε αυτός, ήτανε Κυριακή κι είδε τον κόσμο που πήγαινε στην Εκκλησία, στην Αγία Τριάδα. Ξέρετε τους λέει, που πήγα απόψε; Επήγα στη Μπαρμπαριά. Ορίστε την ταταλιά και τα τάταλα που έφερα για παράδειγμα. Εξηγούσανε άλλη φορά αυτές τις Νεράϊδες, πως ήτανε γυναίκες από δω, που ήτανε πεθαμένες.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ήτανε ένα καΐκι (με παννιά) αραγμένο στ’ Αυλάκι (λιμάνι). Αυτός ο καπιτάνιος του αλλιώς το είχε αραγμένο κι αλλιώς το ήβρισκε το πρωΐ. Απόρησε κι είπε να παραφυλάξη να δη τι γίνεται. Λέει: Θα κοιμηθώ μέσα στο καΐκι. Άλλαξε την άγκυρα και την έφερε κατά δω κι ύστερα εκοιμήθηκε στην πλώρη (μέσα). Τη νύχτα, στις 12 η ώρα άκουσε ένα κρού – κρού, κάποιοι ασκώνανε την άγκυρα. Άκουσε και κάποιος εχτυπούσε παλαμάκια, χτύπους και μπαίνανε μέσα. Δεν εσηκώθηκε να δη. Σε λίγο εκαταλάβαινε που το ταξιδεύανε. Εσκέφτηκε πως ήτανε ξωτικά. Ήτανε Νεράϊδες. Άκουσε και μια από τις Νεράϊδες που ΄λεγε: - Μου μυρίζει, λέει, Χριστιανικό αίμα! Αυτός πιο πολύ εγενότουνε κουλουμπάρι.Κάποτε που έφτασε το καράβι στον προορισμό του, άκουσε τα παλαμάκια πάλι, κι εβγήκανε όλες, σκορπίσανε. Εβγήκε κι αυτός, όταν άκουσε ησυχία κι είδε πως ήτανε στην Έρημο, στην Μπαρμπαριά. Εκεί ήτανε και πολλές ταταλιές (= φοινικόδεντρα). Για μαρτυρία έκοψε ένα κλωνάρι με τάταλα (= χουρμάδες) απάνου και με σβελτοσύνη εκλείστηκε πάλε μέσα στην πλώρη του καϊκιού. Έπειτ’ από αρκετή ώρα άκουσε πάλι παλαμάκια. «Θα ‘ρτανε πάλι, λέει. Ποιος ξέρει που επήανε και τι σάρκες εφάγανε!» Μπήκανε λοιπόν μέσα όλες, ασκούσανε την άγκυρα και σε λίγο φτάσανε πάλι στ’ Αυλάκι. Εκείνες εχτυπήσανε τα χέρια τους, εβγήκανε. Ίσα, ίσα εχάραξε. Το καΐκι το ρεμετζάρανε αλλιώς. Εβγήκε αυτός, ήτανε Κυριακή κι είδε τον κόσμο που πήγαινε στην Εκκλησία, στην Αγία Τριάδα. Ξέρετε τους λέει, που πήγα απόψε; Επήγα στη Μπαρμπαριά. Ορίστε την ταταλιά και τα τάταλα που έφερα για παράδειγμα. Εξηγούσανε άλλη φορά αυτές τις Νεράϊδες, πως ήτανε γυναίκες από δω, που ήτανε πεθαμένες.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Οθωνοί


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 447 – 48, Δ. Λουκάτου, νήσις Οθωνοί Κερκύρας, 1960

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)