Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλήζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς, κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτσ’ και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κανά δυο – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κάτ’ νυφάδες όμορφες, όμορφες κι άσπρες με χρυσά μαλλιά, λουτσίζουντ’ εκεί στη γούρνα και π’ ύστερις παίζ’ν και χορεύ’ν και βαρνούν βιολιά και ντέφια π’ ακούγουντ’ ως πέρα στο φετοκίτ’κο κι άμα λαλήσ’ν τα ‘ρνίθια καϊπιώνουνται και τσώπαίν’ν. Ο Γιώτ’ Νάτσ’ς μου ‘λεγε κάποιες πως αφ’ όντας και ζώθκαν τα χωριά με παρακκλήσια και με κονίσματα - και θα είναι καμιά εξηνταριά χρόνι΄ από τότες – δεμ παραβγαίν΄ν σαν πρώτα οι ξωτκιές. Μια νύχτα ο Γιώτ’ς με το Γιώρ’ τον Κληματά τς έμπλαξαν τς οξωτκιές οπκάτ’ από το Γλυκονέρ’ εδώ και κείγια για, μόν΄ καταλαχού λάλ’ σαν τα πετείνια τς Μπλίξγιαννης εκείν’ τ΄ν ώρα και κρύφ’τκαν. Ο Κήτος Βλάχος από τη Βούρμπιαννη, που ζάει ακόμα, μου μολογούσε πρόπερσι, πως όντας ήταν παιδί δεκάξ’ στα δεκαεφτά είχε το γρέκ’ στις Βριζαμιές κοντά στον Τρυπημένο τον Τόπο τς Φετόκος, κι όπως κοιμούνταν τη νύχτα, λάχτ’σε, γιατί τα σλιά έτρωγαν κακά σε σε άνθρωπο, σκώθ’κε κι αυτός δίπλα στη φωτιά, ξύπνησε και τομ πατέρα του κι εκεί π’ αφηκράζουνταν ακούν απ’οχπέρ’ από το Μπλιζγιαννίτ’κο βιολιά, Λίφια και φωνές γυναικήσεις χαρούμενες, έτσ’ σαν να χόρευαν ανθρώπ’. – «Βήκαν πάλε οι νύφες» λέει ο πατέρας του «για σ’ αυτές βάρεσαν τα σλιά, μόν’ ρίξ’ τους ένα Λουφέκ’ να τσωπάσου’ν, γιατ’ αλλοιώς δε θα μας αφήκ’ν να κοιμηθούμε» Έρριξε τότες ο Κήτος ένα ντουφέκ’ με μια σφήκα που ‘χε κι έτσ’ τσώπασαν. – «Και πιστεύ’ς, ωρέ Κήτο, τέτοια πράματα;» τον ρώτ’σα άμα μπίτ’σε την κουβέντα. – «Είναι να μη το πιστέψ’ς; «Τα άκουσα με τ΄ αυτιά μ’. Θυμιούμαι καλά σαν το ψωμί πόφαγα εψές αχούσε το σκέμπ’ απ’ τς φωνές κι απ’ τα χαρχαλίσματα γιατί; Ένας και δυο έντεσε τη νύχτα ‘πό ξωτκιές; Ο Κώτσκος, ο Θώμος ο Κουφός, ο Κουρλός ως έμπλεξαν. Το Τσιελεγκούδ’ πάλε μάτα το γκύλισαν οι οξωτκιές μέρα μεσημέρ’ μέσ’ την Κικκινόπτερα ρώτησέ το, ζάει δεμ πέθανε κι ο μακαρίτ’ς ο Χαρίσ’ Τζιομπάνος πούηταν νυχτοπερβατ’μένος μου λεγε όντας ήμουν παιδί ρογιασμένο στο κοπάδ΄του πως σε πολλούς τόπους σαν στη Μπαλαστάνα, στομ Πετρίτ’ τς Πυρσόγιανν’ς, στ’ Αργιοσάς το Πληκαδίτ΄κο στη Τζιούμα το μπερδεύ’ «έτσ’ από ξωτκιές». – Για πες μ’ ωρέ Κήτο, τι άλλο ξέρ’ς για το γλυκονέρ’ τς Μπλιζγιάννης; Θέλω να τα γράψω σ’ ένα χαρτί έτσ’ να βρίσκουνται». – «Στο Γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, λέει ο Κήτος, και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ τς αρρώστειες και γιατρεύουνται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, όσ’ έχ’ν χάλ’ και τους πιάνει κάθε χάσ’ του φεγγαριού, όσ’ είν’ αφαιρεμέν’ από μυαλά, όσ’ είναι μαγεμέν’ όσ’ είναι χτυπημένοι σαν από η ατάραγο κι άλλ κι άλλ. Κι αν δεν παν οι ίδγιοι στέλ’ν και φέρν’ν νερό. Για η Μαρούσιω τ΄ Καραμήτσ’, ο Ποτσιόλ’ς από το Κάντσκο, η Ρέσταινα ‘πο το Λούψκο, η Κωλέτσαινα, ο Χαρίτος, ο Λίας και πολλοί άλλ’ πήγαν δε ρωτάς τον Κώστα Μπελθουκιώτ’ τον ασβεστά να σου πη καλύτερα;» Και στ’ αλήθεια, όπως μου λέγ’ ο Μπλεθουκιώτ’ς και το βεβαίωνε κι ο Τόλ’ Ράπος, απ’ τα δαύθε τα χωριά δεμ παρά πάν’ν και τόσο, μόν΄απ’ τα πέρα Καστάνιανη, Ζέρμα, Λουψκό, Μπορμποστσκό, Κάντσικο κάθε τόσο ξεπέφτ’ν άρρωστοι στο Γλυκονέρ’. Κι όσοι πάν’ν όλ’ αφήνουν ζαχαρ’κά, κουλλούρες μικρ΄ς και κούκλες σαν νυφάδες από λαντζιάδια κι όποτε να πάη κανένας θα ιδή τέτοια πράματα σκορπισμένα τσέδω, τσέκει στη λακκιά και να ιδή τι φόβιος που φαίνετ’ ο τόπος απ’ αυτά τα παλιοτσιόλια. Εκεί κοντά οι Μπλιζγιαννίτες έφειακαν κι ένα κόνισμα κι όσοι πάν’ν στο Γλυκονέρ’, όλοι ρίχνουν το κατά δύναμι κι από λίγες δραχμές για το λάδ’ που καίει στο καντήλ’ τς Χάρ’ς.

Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλήζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς, κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτσ’ και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κανά δυο – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κάτ’ νυφάδες όμορφες, όμορφες κι άσπρες με χρυσά μαλλιά, λουτσίζουντ’ εκεί στη γούρνα και π’ ύστερις παίζ’ν και χορεύ’ν και βαρνούν βιολιά και ντέφια π’ ακούγουντ’ ως πέρα στο φετοκίτ’κο κι άμα λαλήσ’ν τα ‘ρνίθια καϊπιώνουνται και τσώπαίν’ν. Ο Γιώτ’ Νάτσ’ς μου ‘λεγε κάποιες πως αφ’ όντας και ζώθκαν τα χωριά με παρακκλήσια και με κονίσματα - και θα είναι καμιά εξηνταριά χρόνι΄ από τότες – δεμ παραβγαίν΄ν σαν πρώτα οι ξωτκιές. Μια νύχτα ο Γιώτ’ς με το Γιώρ’ τον Κληματά τς έμπλαξαν τς οξωτκιές οπκάτ’ από το Γλυκονέρ’ εδώ και κείγια για, μόν΄ καταλαχού λάλ’ σαν τα πετείνια τς Μπλίξγιαννης εκείν’ τ΄ν ώρα και κρύφ’τκαν. Ο Κήτος Βλάχος από τη Βούρμπιαννη, που ζάει ακόμα, μου μολογούσε πρόπερσι, πως όντας ήταν παιδί δεκάξ’ στα δεκαεφτά είχε το γρέκ’ στις Βριζαμιές κοντά στον Τρυπημένο τον Τόπο τς Φετόκος, κι όπως κοιμούνταν τη νύχτα, λάχτ’σε, γιατί τα σλιά έτρωγαν κακά σε σε άνθρωπο, σκώθ’κε κι αυτός δίπλα στη φωτιά, ξύπνησε και τομ πατέρα του κι εκεί π’ αφηκράζουνταν ακούν απ’οχπέρ’ από το Μπλιζγιαννίτ’κο βιολιά, Λίφια και φωνές γυναικήσεις χαρούμενες, έτσ’ σαν να χόρευαν ανθρώπ’. – «Βήκαν πάλε οι νύφες» λέει ο πατέρας του «για σ’ αυτές βάρεσαν τα σλιά, μόν’ ρίξ’ τους ένα Λουφέκ’ να τσωπάσου’ν, γιατ’ αλλοιώς δε θα μας αφήκ’ν να κοιμηθούμε» Έρριξε τότες ο Κήτος ένα ντουφέκ’ με μια σφήκα που ‘χε κι έτσ’ τσώπασαν. – «Και πιστεύ’ς, ωρέ Κήτο, τέτοια πράματα;» τον ρώτ’σα άμα μπίτ’σε την κουβέντα. – «Είναι να μη το πιστέψ’ς; «Τα άκουσα με τ΄ αυτιά μ’. Θυμιούμαι καλά σαν το ψωμί πόφαγα εψές αχούσε το σκέμπ’ απ’ τς φωνές κι απ’ τα χαρχαλίσματα γιατί; Ένας και δυο έντεσε τη νύχτα ‘πό ξωτκιές; Ο Κώτσκος, ο Θώμος ο Κουφός, ο Κουρλός ως έμπλεξαν. Το Τσιελεγκούδ’ πάλε μάτα το γκύλισαν οι οξωτκιές μέρα μεσημέρ’ μέσ’ την Κικκινόπτερα ρώτησέ το, ζάει δεμ πέθανε κι ο μακαρίτ’ς ο Χαρίσ’ Τζιομπάνος πούηταν νυχτοπερβατ’μένος μου λεγε όντας ήμουν παιδί ρογιασμένο στο κοπάδ΄του πως σε πολλούς τόπους σαν στη Μπαλαστάνα, στομ Πετρίτ’ τς Πυρσόγιανν’ς, στ’ Αργιοσάς το Πληκαδίτ΄κο στη Τζιούμα το μπερδεύ’ «έτσ’ από ξωτκιές». – Για πες μ’ ωρέ Κήτο, τι άλλο ξέρ’ς για το γλυκονέρ’ τς Μπλιζγιάννης; Θέλω να τα γράψω σ’ ένα χαρτί έτσ’ να βρίσκουνται». – «Στο Γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, λέει ο Κήτος, και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ τς αρρώστειες και γιατρεύουνται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, όσ’ έχ’ν χάλ’ και τους πιάνει κάθε χάσ’ του φεγγαριού, όσ’ είν’ αφαιρεμέν’ από μυαλά, όσ’ είναι μαγεμέν’ όσ’ είναι χτυπημένοι σαν από η ατάραγο κι άλλ κι άλλ. Κι αν δεν παν οι ίδγιοι στέλ’ν και φέρν’ν νερό. Για η Μαρούσιω τ΄ Καραμήτσ’, ο Ποτσιόλ’ς από το Κάντσκο, η Ρέσταινα ‘πο το Λούψκο, η Κωλέτσαινα, ο Χαρίτος, ο Λίας και πολλοί άλλ’ πήγαν δε ρωτάς τον Κώστα Μπελθουκιώτ’ τον ασβεστά να σου πη καλύτερα;» Και στ’ αλήθεια, όπως μου λέγ’ ο Μπλεθουκιώτ’ς και το βεβαίωνε κι ο Τόλ’ Ράπος, απ’ τα δαύθε τα χωριά δεμ παρά πάν’ν και τόσο, μόν΄απ’ τα πέρα Καστάνιανη, Ζέρμα, Λουψκό, Μπορμποστσκό, Κάντσικο κάθε τόσο ξεπέφτ’ν άρρωστοι στο Γλυκονέρ’. Κι όσοι πάν’ν όλ’ αφήνουν ζαχαρ’κά, κουλλούρες μικρ΄ς και κούκλες σαν νυφάδες από λαντζιάδια κι όποτε να πάη κανένας θα ιδή τέτοια πράματα σκορπισμένα τσέδω, τσέκει στη λακκιά και να ιδή τι φόβιος που φαίνετ’ ο τόπος απ’ αυτά τα παλιοτσιόλια. Εκεί κοντά οι Μπλιζγιαννίτες έφειακαν κι ένα κόνισμα κι όσοι πάν’ν στο Γλυκονέρ’, όλοι ρίχνουν το κατά δύναμι κι από λίγες δραχμές για το λάδ’ που καίει στο καντήλ’ τς Χάρ’ς.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλήζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς, κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτσ’ και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κανά δυο – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κάτ’ νυφάδες όμορφες, όμορφες κι άσπρες με χρυσά μαλλιά, λουτσίζουντ’ εκεί στη γούρνα και π’ ύστερις παίζ’ν και χορεύ’ν και βαρνούν βιολιά και ντέφια π’ ακούγουντ’ ως πέρα στο φετοκίτ’κο κι άμα λαλήσ’ν τα ‘ρνίθια καϊπιώνουνται και τσώπαίν’ν. Ο Γιώτ’ Νάτσ’ς μου ‘λεγε κάποιες πως αφ’ όντας και ζώθκαν τα χωριά με παρακκλήσια και με κονίσματα - και θα είναι καμιά εξηνταριά χρόνι΄ από τότες – δεμ παραβγαίν΄ν σαν πρώτα οι ξωτκιές. Μια νύχτα ο Γιώτ’ς με το Γιώρ’ τον Κληματά τς έμπλαξαν τς οξωτκιές οπκάτ’ από το Γλυκονέρ’ εδώ και κείγια για, μόν΄ καταλαχού λάλ’ σαν τα πετείνια τς Μπλίξγιαννης εκείν’ τ΄ν ώρα και κρύφ’τκαν. Ο Κήτος Βλάχος από τη Βούρμπιαννη, που ζάει ακόμα, μου μολογούσε πρόπερσι, πως όντας ήταν παιδί δεκάξ’ στα δεκαεφτά είχε το γρέκ’ στις Βριζαμιές κοντά στον Τρυπημένο τον Τόπο τς Φετόκος, κι όπως κοιμούνταν τη νύχτα, λάχτ’σε, γιατί τα σλιά έτρωγαν κακά σε σε άνθρωπο, σκώθ’κε κι αυτός δίπλα στη φωτιά, ξύπνησε και τομ πατέρα του κι εκεί π’ αφηκράζουνταν ακούν απ’οχπέρ’ από το Μπλιζγιαννίτ’κο βιολιά, Λίφια και φωνές γυναικήσεις χαρούμενες, έτσ’ σαν να χόρευαν ανθρώπ’. – «Βήκαν πάλε οι νύφες» λέει ο πατέρας του «για σ’ αυτές βάρεσαν τα σλιά, μόν’ ρίξ’ τους ένα Λουφέκ’ να τσωπάσου’ν, γιατ’ αλλοιώς δε θα μας αφήκ’ν να κοιμηθούμε» Έρριξε τότες ο Κήτος ένα ντουφέκ’ με μια σφήκα που ‘χε κι έτσ’ τσώπασαν. – «Και πιστεύ’ς, ωρέ Κήτο, τέτοια πράματα;» τον ρώτ’σα άμα μπίτ’σε την κουβέντα. – «Είναι να μη το πιστέψ’ς; «Τα άκουσα με τ΄ αυτιά μ’. Θυμιούμαι καλά σαν το ψωμί πόφαγα εψές αχούσε το σκέμπ’ απ’ τς φωνές κι απ’ τα χαρχαλίσματα γιατί; Ένας και δυο έντεσε τη νύχτα ‘πό ξωτκιές; Ο Κώτσκος, ο Θώμος ο Κουφός, ο Κουρλός ως έμπλεξαν. Το Τσιελεγκούδ’ πάλε μάτα το γκύλισαν οι οξωτκιές μέρα μεσημέρ’ μέσ’ την Κικκινόπτερα ρώτησέ το, ζάει δεμ πέθανε κι ο μακαρίτ’ς ο Χαρίσ’ Τζιομπάνος πούηταν νυχτοπερβατ’μένος μου λεγε όντας ήμουν παιδί ρογιασμένο στο κοπάδ΄του πως σε πολλούς τόπους σαν στη Μπαλαστάνα, στομ Πετρίτ’ τς Πυρσόγιανν’ς, στ’ Αργιοσάς το Πληκαδίτ΄κο στη Τζιούμα το μπερδεύ’ «έτσ’ από ξωτκιές». – Για πες μ’ ωρέ Κήτο, τι άλλο ξέρ’ς για το γλυκονέρ’ τς Μπλιζγιάννης; Θέλω να τα γράψω σ’ ένα χαρτί έτσ’ να βρίσκουνται». – «Στο Γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, λέει ο Κήτος, και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ τς αρρώστειες και γιατρεύουνται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο γλυκονέρ’ τς Μπλίζγιαννης, όσ’ έχ’ν χάλ’ και τους πιάνει κάθε χάσ’ του φεγγαριού, όσ’ είν’ αφαιρεμέν’ από μυαλά, όσ’ είναι μαγεμέν’ όσ’ είναι χτυπημένοι σαν από η ατάραγο κι άλλ κι άλλ. Κι αν δεν παν οι ίδγιοι στέλ’ν και φέρν’ν νερό. Για η Μαρούσιω τ΄ Καραμήτσ’, ο Ποτσιόλ’ς από το Κάντσκο, η Ρέσταινα ‘πο το Λούψκο, η Κωλέτσαινα, ο Χαρίτος, ο Λίας και πολλοί άλλ’ πήγαν δε ρωτάς τον Κώστα Μπελθουκιώτ’ τον ασβεστά να σου πη καλύτερα;» Και στ’ αλήθεια, όπως μου λέγ’ ο Μπλεθουκιώτ’ς και το βεβαίωνε κι ο Τόλ’ Ράπος, απ’ τα δαύθε τα χωριά δεμ παρά πάν’ν και τόσο, μόν΄απ’ τα πέρα Καστάνιανη, Ζέρμα, Λουψκό, Μπορμποστσκό, Κάντσικο κάθε τόσο ξεπέφτ’ν άρρωστοι στο Γλυκονέρ’. Κι όσοι πάν’ν όλ’ αφήνουν ζαχαρ’κά, κουλλούρες μικρ΄ς και κούκλες σαν νυφάδες από λαντζιάδια κι όποτε να πάη κανένας θα ιδή τέτοια πράματα σκορπισμένα τσέδω, τσέκει στη λακκιά και να ιδή τι φόβιος που φαίνετ’ ο τόπος απ’ αυτά τα παλιοτσιόλια. Εκεί κοντά οι Μπλιζγιαννίτες έφειακαν κι ένα κόνισμα κι όσοι πάν’ν στο Γλυκονέρ’, όλοι ρίχνουν το κατά δύναμι κι από λίγες δραχμές για το λάδ’ που καίει στο καντήλ’ τς Χάρ’ς.

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (EL)

Παραδόσεις

Ήπειρος, Κόνιτσα, Βούρμπιανη


1929




Λ. Α. αρ. 1569 Γ, σελ. 99 - 102, 9, Χ. Ρεμπέλη, Κόνιτσα, 1929

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/295775



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)