Τσει πέρα στο Καταφύγι είναι Νεράϊδες. Ο γέρο Ρουφαήλης όντας ήτανε παιδί τους είδε, με τα παπάζα τους τα ολόχρυσα που κρεμόντανε. Τώρα τους βλέπει τσ’ ο γέρ – Αβράμης που κάθεται τσει πέρα στο καλύβι του. Τσ’ ο Κώστας ο Μπουχαγιάς είναι νεραϊδοπαρμένος, γυρίζει τη νύχτα ουλούθε, τσαι δε φοβάται τίποτα. Ξέρτε γιατί της Σωτήρος δεγ κάνει να κολυμπάη κανένας; Γιατί οι Νεράϊδες είχαν ένα αδερφό που τόνε λέγανε Σωτήρη, τσαι πινίγη. Λοιπόν της Σωτήρος πάνε πρωΐ πρωΐ στο γιαλό χαρούμενες ναν τόνε βγάλουνε γι’ αυτό όποιον απαντήσουνε του δίνουνε ότι καλό τους γυρέψη. Πάνε στο γιαλό τσαι τόνε τραυάνε τον αδερφό τους από τα μαλλιά. Μα τσει που κοντεύουνε ναν τόνε βγάλουνε, τους ξαπολύεται τσαι τους πέφτει πάλι μέσα, τότε θυμώνουνε τσαι στο γυρισμό τους αλίμονο ‘ς όποιον απαντήσουνε. Τόνε στραβοκατινιάζουνε, του στραβοκατινιάζουνε το στόμα του τσαί πάει τη μία μερία, του πιάνουνε το λαιμό του, τσαι άλλες ακόμη παούρες του κάνουνε. [Σωτήρος= Κατά την εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου), πινίγη= επνίγη]
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens