Παράωρα μιας γυναίκας στο χωριό της φώναξαν οι Καλότυχες (τις λεν και ξωτ’κές) κάνοντας τη φωνή γνωστής της γειτόνισσας, να πάνε στο μύλο. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό ζαλίκωσε τη μιριά (= το ένα μέρος απ’ το φόρτωμα, ένα σακκί) και ξεκίνησε μαζί με την Καλότυχη. Έφτασαν στο μύλο μια ώρα μακριά. Εκεί ξεφόρτωσι το σακκί κι αντί γυναίκα βλέπει έναν γεροδεμένο άντρα. Αυτός τς λέει: Στα Κόκκινα Στεφάνια (ονομασία κρημνών παρά τον Καλαρρυτινόν) που βλέπ’ς έχω τη γυναίκα μου γκαστρωμέν’. Εκεί θα πάμε. Θέλοντας και μη θέλοντας ακολούθησε. Στο δρόμο τς λέγει! «Αν γεννήσ’ η γυναίκα μου παιδί θα σ’ αφήκω. Αν γεννήσ’ κοπέλλα, θα σε φάω.» Πήγαν, μπήκαν στη σπηλιά. Η γυναίκα τ’ ήταν γκαστρωμένη κ’ εγέννησε κ’ έκαμε κοπέλλα. Και λέει η γυναίκα του σατανά στη γυναίκα που πήγ’ εκεί. Μη μαρτ’ράς τίποτε. Πήρα κιρί (=κερί) κ’ ‘εφκειασαν πούτσα κερένια πριν ‘δη ο σατανάς. Ο Σατανάς την απόλυσε τη γυναίκα. Η γυναίκα του σατανά τς είπι κρυφά πριν φύγη. Στο δρόμο ν’ απολάη σκ’τιά (=σκουτιά). Ο Σατανάς θα σε κυνηγήσ΄τς είπε κι όταν βρίσκ’ σκ’ τι, θα λέη πως το ‘γνεσαν , πως το ύφαναν, πως το νεροτρούβ’ σαν (νεροτριβή) και θα περνάη η ώρα. Εσύ θα χωθής στην εκκλησά. Έτσι κ’ έγινε. Σαράντα μέρες βράδ’ και τς φώναζε. «Μαμμή, κυρά μαμμή τα ψωλιά σ’ από κερί αν σε λάβω θα σε φάω». Από τις σαράντα κ’ έπειτα δεν ξαναφάν’κι κ’ η γυναίκα γλύτωσι.

Παράωρα μιας γυναίκας στο χωριό της φώναξαν οι Καλότυχες (τις λεν και ξωτ’κές) κάνοντας τη φωνή γνωστής της γειτόνισσας, να πάνε στο μύλο. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό ζαλίκωσε τη μιριά (= το ένα μέρος απ’ το φόρτωμα, ένα σακκί) και ξεκίνησε μαζί με την Καλότυχη. Έφτασαν στο μύλο μια ώρα μακριά. Εκεί ξεφόρτωσι το σακκί κι αντί γυναίκα βλέπει έναν γεροδεμένο άντρα. Αυτός τς λέει: Στα Κόκκινα Στεφάνια (ονομασία κρημνών παρά τον Καλαρρυτινόν) που βλέπ’ς έχω τη γυναίκα μου γκαστρωμέν’. Εκεί θα πάμε. Θέλοντας και μη θέλοντας ακολούθησε. Στο δρόμο τς λέγει! «Αν γεννήσ’ η γυναίκα μου παιδί θα σ’ αφήκω. Αν γεννήσ’ κοπέλλα, θα σε φάω.» Πήγαν, μπήκαν στη σπηλιά. Η γυναίκα τ’ ήταν γκαστρωμένη κ’ εγέννησε κ’ έκαμε κοπέλλα. Και λέει η γυναίκα του σατανά στη γυναίκα που πήγ’ εκεί. Μη μαρτ’ράς τίποτε. Πήρα κιρί (=κερί) κ’ ‘εφκειασαν πούτσα κερένια πριν ‘δη ο σατανάς. Ο Σατανάς την απόλυσε τη γυναίκα. Η γυναίκα του σατανά τς είπι κρυφά πριν φύγη. Στο δρόμο ν’ απολάη σκ’τιά (=σκουτιά). Ο Σατανάς θα σε κυνηγήσ΄τς είπε κι όταν βρίσκ’ σκ’ τι, θα λέη πως το ‘γνεσαν , πως το ύφαναν, πως το νεροτρούβ’ σαν (νεροτριβή) και θα περνάη η ώρα. Εσύ θα χωθής στην εκκλησά. Έτσι κ’ έγινε. Σαράντα μέρες βράδ’ και τς φώναζε. «Μαμμή, κυρά μαμμή τα ψωλιά σ’ από κερί αν σε λάβω θα σε φάω». Από τις σαράντα κ’ έπειτα δεν ξαναφάν’κι κ’ η γυναίκα γλύτωσι.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Παράωρα μιας γυναίκας στο χωριό της φώναξαν οι Καλότυχες (τις λεν και ξωτ’κές) κάνοντας τη φωνή γνωστής της γειτόνισσας, να πάνε στο μύλο. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό ζαλίκωσε τη μιριά (= το ένα μέρος απ’ το φόρτωμα, ένα σακκί) και ξεκίνησε μαζί με την Καλότυχη. Έφτασαν στο μύλο μια ώρα μακριά. Εκεί ξεφόρτωσι το σακκί κι αντί γυναίκα βλέπει έναν γεροδεμένο άντρα. Αυτός τς λέει: Στα Κόκκινα Στεφάνια (ονομασία κρημνών παρά τον Καλαρρυτινόν) που βλέπ’ς έχω τη γυναίκα μου γκαστρωμέν’. Εκεί θα πάμε. Θέλοντας και μη θέλοντας ακολούθησε. Στο δρόμο τς λέγει! «Αν γεννήσ’ η γυναίκα μου παιδί θα σ’ αφήκω. Αν γεννήσ’ κοπέλλα, θα σε φάω.» Πήγαν, μπήκαν στη σπηλιά. Η γυναίκα τ’ ήταν γκαστρωμένη κ’ εγέννησε κ’ έκαμε κοπέλλα. Και λέει η γυναίκα του σατανά στη γυναίκα που πήγ’ εκεί. Μη μαρτ’ράς τίποτε. Πήρα κιρί (=κερί) κ’ ‘εφκειασαν πούτσα κερένια πριν ‘δη ο σατανάς. Ο Σατανάς την απόλυσε τη γυναίκα. Η γυναίκα του σατανά τς είπι κρυφά πριν φύγη. Στο δρόμο ν’ απολάη σκ’τιά (=σκουτιά). Ο Σατανάς θα σε κυνηγήσ΄τς είπε κι όταν βρίσκ’ σκ’ τι, θα λέη πως το ‘γνεσαν , πως το ύφαναν, πως το νεροτρούβ’ σαν (νεροτριβή) και θα περνάη η ώρα. Εσύ θα χωθής στην εκκλησά. Έτσι κ’ έγινε. Σαράντα μέρες βράδ’ και τς φώναζε. «Μαμμή, κυρά μαμμή τα ψωλιά σ’ από κερί αν σε λάβω θα σε φάω». Από τις σαράντα κ’ έπειτα δεν ξαναφάν’κι κ’ η γυναίκα γλύτωσι.

Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (EL)

Παραδόσεις

Ιωάννινα, Χουλιαράδες


1959




Λ. Α. αρ. 2302, σελ. 285 – 286, Δημ. Β. Οικονομίδου, Χουλιαράδες Ιωαννίνων, 1959

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)