Νεράϊδος ή νεραϊδής υβρ. λ. ανδρών.: ο συνουσιαζόμενος με νηρηϊδα, συνεπώς έχων τον διάβολον μέσα του κατά το λεγόμενον. Νεράϊδα δε: η κακή γυναίκα.

Νεράϊδος ή νεραϊδής υβρ. λ. ανδρών.: ο συνουσιαζόμενος με νηρηϊδα, συνεπώς έχων τον διάβολον μέσα του κατά το λεγόμενον. Νεράϊδα δε: η κακή γυναίκα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Νεράϊδος ή νεραϊδής υβρ. λ. ανδρών.: ο συνουσιαζόμενος με νηρηϊδα, συνεπώς έχων τον διάβολον μέσα του κατά το λεγόμενον. Νεράϊδα δε: η κακή γυναίκα.

Λουλάκις, Γ.
Λουλάκις, Γ. (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Βιάννος



Αρ. 749 – 283, Βιάνος Κρήτη, Γ. Λουλάκις

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)