Μια φορά ένα βοσκάκι στσι Μαλλες πήγαινε κι εμόχαιρνε τα βούγια ντου στη βοσκουρά κι απόι κάθιζε κι ήπαιζε το θιαμπόλι ντου. Μιαν ημέρα, εκειά που τόπαιζε θωρεί δυο τρείς τέσσερεις κοπελιές κι ανεμαζώνουνται και πιάνουνε στο χορό. Εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν ήπαιρνε το βοσκάκι τα βούγια κι εμίσσευγε του κλουθούσανε ίσαμε το χωριό από πόξω κι απόι γκαγέρνανε οπίσω. Αυτό γίνουντανε δα κάθα μέρα. Ήπαψε το βοσκάκι το θιαμπόλι ντου κι ενεμαζώνουντανε οι νεράιδες κι εχορεύγανε. Και για να μην παρατά το βοσκάκι το θιαμπόλι ντου του κοντεύγαμε τα βούγια ντου οι νεράιδες εκειά γύρου γύρου. Τα βούγια εγλείψανε τη βοσκαρά και δεν είχανε ίντα να τρώνε κι ερχίξανε ν’ αχαμνένουνε. Θωρεί τα βούγια ο κύρης του βοσκάκι πως ερραβδίσανε και ρωτά το. «Μα δε μου λες, μωρέ, αμολαρητά τάχεις τα βούγια και βόσκουνται γη δεν’ης τα; - Ίντα λογάται πως δα τα δένω; Αμολαρητά τάχω. Ο κύρης του δεν του πίστεψε και μιαν ημέρα παίρνει και πάει εκειά που βόσκιζεν. Παρα του τσεύγει και θωρεί το γυιό ντου κι ήπαιζε το θιαμπόλι και τσι νεράιδες κι εχορεύγανε. Γιαγέρνει στο σπίτι και λέει το τση γυναίκας του. «Κακομοίρα γυναίκα και να χάνωμε, θέλει το παιδί μας. Ετσέ κι ετσέ και παίζει το θιαμπόλι και χορεύγουνε οι νεράιδες.» Έρχετ’ αργά ο ντεληκανής και ρωτά τονε ο κύρης του. «Μωρέ, γνωρίζεις τσις τσι κοπελιές απού χορεύγουνε οντέ παίζης το θιαμπόλι; - Όχι! Δεν τζι γνωρίζω. – Νεράϊδες είναι, κακορίζικο, μόνο αυραγά απού δα σε φέρουνε στο χωριό απόξω να χυθής να πιάσης μια απού τα μαλλιά. Αυτές δα σου λένε: «Ας τηνέ, απού δα σου δώσωμε τούτο κι εκείνο, εσύ να μην την αφήνης, μουδώ να μην της αφήσης ότι γκια σου λένε, μουδέ να μη μιλήσης, μόνο να την πάρης να τη φέρης στο σπίτι. Την άλλη μέρα κιόλας πάει ο ντεληκανής στα βούγια κι αρχίζει πάλι το θιαμπόλι. Ανεμαζώνουνται οι νεράιδες κι εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν εβράδιασε παίρνει αυτός τα βούγια και γιαγέρνει στο χωριό. Οι νεράιδες κατά το συνήθιο ντους του κλουθούσανε ως το χωριό απόξω. Οντόν ήθελα γιαγείρουνε μπλιό, οπίσω, χύνεται κι αρπά μια απού τα μαλλιά. Φωνιάζουνε οι άλλες: «Ας τηνε, χρυσέ μου, ας τηνε, αργυρέ μου, ας τηνε απού δα σου δώσωμε τούτο κι εκείνο.» Αυτός άχνα και μιλιά, μόνο τη σύρνει και την πάει στο σπίτι ντου και κάνει τη γυναίκα ντου. Είχεν τη γυναίκα ντου, μα δεν ήκουσε την εμιλιά τζης ότι και τζη ‘κανε. Βάνει τον παπουτσή να τση κάμη στενά τα παπούτσα, να πονή και να μιλήση, μα πράμα! Βάνει τη μοδίστρα να τση κακοκόψη το φυστάνι, να μην μπορή να το βάλη, να μιλήση. Ό,τι γκια τζη ΄κανε, πράμα! Την εμιλιά τζης δεν τσι ήκουσε, όσον καιρό την είχενε. Δεν ήτονε όμως να βάλη πράμα στο νου ντου ή να πεθυμήση πράμα και να μην τόχη. Τα καλά τρέχανε στο σπίτι ντου σαν τον ποταμό. Στο ύστερο ήκαμε και κοπέλι μαζί τζης. Μιαν ημέρα εζυμώνανε και για να την κάμη να μιλήση πιάνει το παιδί και τση λέει: «Α δε μιλήση, δα πετάξω το κοπέλι στο φούρνο.» Τότεσα ή συρε αυτή μιαν άγρια μουγγρά κι είπε: «Σκήσου, γης, και κατάπιες με εμέ και το παιδί μου». Και ντελόγο χάθηκεν απού μπρος του κι αυτή και το παιδί τζης.

Μια φορά ένα βοσκάκι στσι Μαλλες πήγαινε κι εμόχαιρνε τα βούγια ντου στη βοσκουρά κι απόι κάθιζε κι ήπαιζε το θιαμπόλι ντου. Μιαν ημέρα, εκειά που τόπαιζε θωρεί δυο τρείς τέσσερεις κοπελιές κι ανεμαζώνουνται και πιάνουνε στο χορό. Εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν ήπαιρνε το βοσκάκι τα βούγια κι εμίσσευγε του κλουθούσανε ίσαμε το χωριό από πόξω κι απόι γκαγέρνανε οπίσω. Αυτό γίνουντανε δα κάθα μέρα. Ήπαψε το βοσκάκι το θιαμπόλι ντου κι ενεμαζώνουντανε οι νεράιδες κι εχορεύγανε. Και για να μην παρατά το βοσκάκι το θιαμπόλι ντου του κοντεύγαμε τα βούγια ντου οι νεράιδες εκειά γύρου γύρου. Τα βούγια εγλείψανε τη βοσκαρά και δεν είχανε ίντα να τρώνε κι ερχίξανε ν’ αχαμνένουνε. Θωρεί τα βούγια ο κύρης του βοσκάκι πως ερραβδίσανε και ρωτά το. «Μα δε μου λες, μωρέ, αμολαρητά τάχεις τα βούγια και βόσκουνται γη δεν’ης τα; - Ίντα λογάται πως δα τα δένω; Αμολαρητά τάχω. Ο κύρης του δεν του πίστεψε και μιαν ημέρα παίρνει και πάει εκειά που βόσκιζεν. Παρα του τσεύγει και θωρεί το γυιό ντου κι ήπαιζε το θιαμπόλι και τσι νεράιδες κι εχορεύγανε. Γιαγέρνει στο σπίτι και λέει το τση γυναίκας του. «Κακομοίρα γυναίκα και να χάνωμε, θέλει το παιδί μας. Ετσέ κι ετσέ και παίζει το θιαμπόλι και χορεύγουνε οι νεράιδες.» Έρχετ’ αργά ο ντεληκανής και ρωτά τονε ο κύρης του. «Μωρέ, γνωρίζεις τσις τσι κοπελιές απού χορεύγουνε οντέ παίζης το θιαμπόλι; - Όχι! Δεν τζι γνωρίζω. – Νεράϊδες είναι, κακορίζικο, μόνο αυραγά απού δα σε φέρουνε στο χωριό απόξω να χυθής να πιάσης μια απού τα μαλλιά. Αυτές δα σου λένε: «Ας τηνέ, απού δα σου δώσωμε τούτο κι εκείνο, εσύ να μην την αφήνης, μουδώ να μην της αφήσης ότι γκια σου λένε, μουδέ να μη μιλήσης, μόνο να την πάρης να τη φέρης στο σπίτι. Την άλλη μέρα κιόλας πάει ο ντεληκανής στα βούγια κι αρχίζει πάλι το θιαμπόλι. Ανεμαζώνουνται οι νεράιδες κι εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν εβράδιασε παίρνει αυτός τα βούγια και γιαγέρνει στο χωριό. Οι νεράιδες κατά το συνήθιο ντους του κλουθούσανε ως το χωριό απόξω. Οντόν ήθελα γιαγείρουνε μπλιό, οπίσω, χύνεται κι αρπά μια απού τα μαλλιά. Φωνιάζουνε οι άλλες: «Ας τηνε, χρυσέ μου, ας τηνε, αργυρέ μου, ας τηνε απού δα σου δώσωμε τούτο κι εκείνο.» Αυτός άχνα και μιλιά, μόνο τη σύρνει και την πάει στο σπίτι ντου και κάνει τη γυναίκα ντου. Είχεν τη γυναίκα ντου, μα δεν ήκουσε την εμιλιά τζης ότι και τζη ‘κανε. Βάνει τον παπουτσή να τση κάμη στενά τα παπούτσα, να πονή και να μιλήση, μα πράμα! Βάνει τη μοδίστρα να τση κακοκόψη το φυστάνι, να μην μπορή να το βάλη, να μιλήση. Ό,τι γκια τζη ΄κανε, πράμα! Την εμιλιά τζης δεν τσι ήκουσε, όσον καιρό την είχενε. Δεν ήτονε όμως να βάλη πράμα στο νου ντου ή να πεθυμήση πράμα και να μην τόχη. Τα καλά τρέχανε στο σπίτι ντου σαν τον ποταμό. Στο ύστερο ήκαμε και κοπέλι μαζί τζης. Μιαν ημέρα εζυμώνανε και για να την κάμη να μιλήση πιάνει το παιδί και τση λέει: «Α δε μιλήση, δα πετάξω το κοπέλι στο φούρνο.» Τότεσα ή συρε αυτή μιαν άγρια μουγγρά κι είπε: «Σκήσου, γης, και κατάπιες με εμέ και το παιδί μου». Και ντελόγο χάθηκεν απού μπρος του κι αυτή και το παιδί τζης.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά ένα βοσκάκι στσι Μαλλες πήγαινε κι εμόχαιρνε τα βούγια ντου στη βοσκουρά κι απόι κάθιζε κι ήπαιζε το θιαμπόλι ντου. Μιαν ημέρα, εκειά που τόπαιζε θωρεί δυο τρείς τέσσερεις κοπελιές κι ανεμαζώνουνται και πιάνουνε στο χορό. Εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν ήπαιρνε το βοσκάκι τα βούγια κι εμίσσευγε του κλουθούσανε ίσαμε το χωριό από πόξω κι απόι γκαγέρνανε οπίσω. Αυτό γίνουντανε δα κάθα μέρα. Ήπαψε το βοσκάκι το θιαμπόλι ντου κι ενεμαζώνουντανε οι νεράιδες κι εχορεύγανε. Και για να μην παρατά το βοσκάκι το θιαμπόλι ντου του κοντεύγαμε τα βούγια ντου οι νεράιδες εκειά γύρου γύρου. Τα βούγια εγλείψανε τη βοσκαρά και δεν είχανε ίντα να τρώνε κι ερχίξανε ν’ αχαμνένουνε. Θωρεί τα βούγια ο κύρης του βοσκάκι πως ερραβδίσανε και ρωτά το. «Μα δε μου λες, μωρέ, αμολαρητά τάχεις τα βούγια και βόσκουνται γη δεν’ης τα; - Ίντα λογάται πως δα τα δένω; Αμολαρητά τάχω. Ο κύρης του δεν του πίστεψε και μιαν ημέρα παίρνει και πάει εκειά που βόσκιζεν. Παρα του τσεύγει και θωρεί το γυιό ντου κι ήπαιζε το θιαμπόλι και τσι νεράιδες κι εχορεύγανε. Γιαγέρνει στο σπίτι και λέει το τση γυναίκας του. «Κακομοίρα γυναίκα και να χάνωμε, θέλει το παιδί μας. Ετσέ κι ετσέ και παίζει το θιαμπόλι και χορεύγουνε οι νεράιδες.» Έρχετ’ αργά ο ντεληκανής και ρωτά τονε ο κύρης του. «Μωρέ, γνωρίζεις τσις τσι κοπελιές απού χορεύγουνε οντέ παίζης το θιαμπόλι; - Όχι! Δεν τζι γνωρίζω. – Νεράϊδες είναι, κακορίζικο, μόνο αυραγά απού δα σε φέρουνε στο χωριό απόξω να χυθής να πιάσης μια απού τα μαλλιά. Αυτές δα σου λένε: «Ας τηνέ, απού δα σου δώσωμε τούτο κι εκείνο, εσύ να μην την αφήνης, μουδώ να μην της αφήσης ότι γκια σου λένε, μουδέ να μη μιλήσης, μόνο να την πάρης να τη φέρης στο σπίτι. Την άλλη μέρα κιόλας πάει ο ντεληκανής στα βούγια κι αρχίζει πάλι το θιαμπόλι. Ανεμαζώνουνται οι νεράιδες κι εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν εβράδιασε παίρνει αυτός τα βούγια και γιαγέρνει στο χωριό. Οι νεράιδες κατά το συνήθιο ντους του κλουθούσανε ως το χωριό απόξω. Οντόν ήθελα γιαγείρουνε μπλιό, οπίσω, χύνεται κι αρπά μια απού τα μαλλιά. Φωνιάζουνε οι άλλες: «Ας τηνε, χρυσέ μου, ας τηνε, αργυρέ μου, ας τηνε απού δα σου δώσωμε τούτο κι εκείνο.» Αυτός άχνα και μιλιά, μόνο τη σύρνει και την πάει στο σπίτι ντου και κάνει τη γυναίκα ντου. Είχεν τη γυναίκα ντου, μα δεν ήκουσε την εμιλιά τζης ότι και τζη ‘κανε. Βάνει τον παπουτσή να τση κάμη στενά τα παπούτσα, να πονή και να μιλήση, μα πράμα! Βάνει τη μοδίστρα να τση κακοκόψη το φυστάνι, να μην μπορή να το βάλη, να μιλήση. Ό,τι γκια τζη ΄κανε, πράμα! Την εμιλιά τζης δεν τσι ήκουσε, όσον καιρό την είχενε. Δεν ήτονε όμως να βάλη πράμα στο νου ντου ή να πεθυμήση πράμα και να μην τόχη. Τα καλά τρέχανε στο σπίτι ντου σαν τον ποταμό. Στο ύστερο ήκαμε και κοπέλι μαζί τζης. Μιαν ημέρα εζυμώνανε και για να την κάμη να μιλήση πιάνει το παιδί και τση λέει: «Α δε μιλήση, δα πετάξω το κοπέλι στο φούρνο.» Τότεσα ή συρε αυτή μιαν άγρια μουγγρά κι είπε: «Σκήσου, γης, και κατάπιες με εμέ και το παιδί μου». Και ντελόγο χάθηκεν απού μπρος του κι αυτή και το παιδί τζης.

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Ιεράπετρα, Μάλλες


1938




Αρ. 1162 Γ, σελ. 79 - 82, Μ. Λιουδάκι, Κρήτη, Ιεράπετρα, Μάλλες, 1938

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)