Στ’ς Γραμματ’κές (τοποθ. Κοντά στο χωριο) μέρα μεσημέρ’ ένα παιδί φύλαε το κοπάδ’ και λάλαε τη φλοέρα. Να κ’ οι ξωτ’κές από τις Γκριλίτσες (βαθειά χαράδρα, φωλιά των διαβόλων). πάησαν και τον ζύγωσαν. Εκείνος σκιάχτ’κε. Μη σκιάζισαι, του είπε η μεγαλύτερη λάλα τη φλοέρα. Εκείνος λάλαε κι αυτές πκιάστ’καν στο χορό και χόρευαν. Σε λίγο στάθ΄καν και η μεγαλύτερη του είπε: ποια σ’ αρέσ’ απ’ όλες. Τις τήραξ’ όλες σκιαγμένος κ’ έδειξε μία. Η μεγαλύτερ’ να το φ’λάη να μην το χάσ’. Εκείνη η ξωτ’κιά που τς πήρε το μαντήλ’ πάαινε κοντά τ’ σα σκ’λί. Κείνος την έκαμε γ’ναίκα τ’. Κι απόχτ’σαν και δυο π’διά. Μια φορά η ξωτ’κιά τ’ πήρε το μαντήλ’ χωρίς να τ’ν καταλάβ’ ο άντρας τς κ’ έφ’γε. Έτσ’ έμεινε μοναχός με τα π’διά. Κάθε βράδ’ αυτή έρχονταν και το βύζαινε τα π’διά κι άμα έσκουζαν τα σ’μμάζωνε και τα μέρωνε. Πρώτα ούτ’ ο άντρας ούτε τα π’διά την έγλεπαν. Όταν μεγάλωσαν τα π΄διά την έγλεπαν και ήθελαν να τ'ν κρατήσ’ν ικεί. Δεν ξανάρθ’ από τότες η ξωτ’κιά. Τα παιδιά δεν είχαν κόκκαλα και χάθ’καν, χάθ’κε κι ο πατέρας απ’ το χάλ’ τ’. [Γραμματ’κές= Το μέρος το λεν Γραμματ’κές, γιατί εκεί οι καλότεχνες (ξωτ’κές) είχαν τα γραφεία τς. Ο τόπος είναι δίπλα σε αλώνια.]

Στ’ς Γραμματ’κές (τοποθ. Κοντά στο χωριο) μέρα μεσημέρ’ ένα παιδί φύλαε το κοπάδ’ και λάλαε τη φλοέρα. Να κ’ οι ξωτ’κές από τις Γκριλίτσες (βαθειά χαράδρα, φωλιά των διαβόλων). πάησαν και τον ζύγωσαν. Εκείνος σκιάχτ’κε. Μη σκιάζισαι, του είπε η μεγαλύτερη λάλα τη φλοέρα. Εκείνος λάλαε κι αυτές πκιάστ’καν στο χορό και χόρευαν. Σε λίγο στάθ΄καν και η μεγαλύτερη του είπε: ποια σ’ αρέσ’ απ’ όλες. Τις τήραξ’ όλες σκιαγμένος κ’ έδειξε μία. Η μεγαλύτερ’ να το φ’λάη να μην το χάσ’. Εκείνη η ξωτ’κιά που τς πήρε το μαντήλ’ πάαινε κοντά τ’ σα σκ’λί. Κείνος την έκαμε γ’ναίκα τ’. Κι απόχτ’σαν και δυο π’διά. Μια φορά η ξωτ’κιά τ’ πήρε το μαντήλ’ χωρίς να τ’ν καταλάβ’ ο άντρας τς κ’ έφ’γε. Έτσ’ έμεινε μοναχός με τα π’διά. Κάθε βράδ’ αυτή έρχονταν και το βύζαινε τα π’διά κι άμα έσκουζαν τα σ’μμάζωνε και τα μέρωνε. Πρώτα ούτ’ ο άντρας ούτε τα π’διά την έγλεπαν. Όταν μεγάλωσαν τα π΄διά την έγλεπαν και ήθελαν να τ'ν κρατήσ’ν ικεί. Δεν ξανάρθ’ από τότες η ξωτ’κιά. Τα παιδιά δεν είχαν κόκκαλα και χάθ’καν, χάθ’κε κι ο πατέρας απ’ το χάλ’ τ’. [Γραμματ’κές= Το μέρος το λεν Γραμματ’κές, γιατί εκεί οι καλότεχνες (ξωτ’κές) είχαν τα γραφεία τς. Ο τόπος είναι δίπλα σε αλώνια.]
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Στ’ς Γραμματ’κές (τοποθ. Κοντά στο χωριο) μέρα μεσημέρ’ ένα παιδί φύλαε το κοπάδ’ και λάλαε τη φλοέρα. Να κ’ οι ξωτ’κές από τις Γκριλίτσες (βαθειά χαράδρα, φωλιά των διαβόλων). πάησαν και τον ζύγωσαν. Εκείνος σκιάχτ’κε. Μη σκιάζισαι, του είπε η μεγαλύτερη λάλα τη φλοέρα. Εκείνος λάλαε κι αυτές πκιάστ’καν στο χορό και χόρευαν. Σε λίγο στάθ΄καν και η μεγαλύτερη του είπε: ποια σ’ αρέσ’ απ’ όλες. Τις τήραξ’ όλες σκιαγμένος κ’ έδειξε μία. Η μεγαλύτερ’ να το φ’λάη να μην το χάσ’. Εκείνη η ξωτ’κιά που τς πήρε το μαντήλ’ πάαινε κοντά τ’ σα σκ’λί. Κείνος την έκαμε γ’ναίκα τ’. Κι απόχτ’σαν και δυο π’διά. Μια φορά η ξωτ’κιά τ’ πήρε το μαντήλ’ χωρίς να τ’ν καταλάβ’ ο άντρας τς κ’ έφ’γε. Έτσ’ έμεινε μοναχός με τα π’διά. Κάθε βράδ’ αυτή έρχονταν και το βύζαινε τα π’διά κι άμα έσκουζαν τα σ’μμάζωνε και τα μέρωνε. Πρώτα ούτ’ ο άντρας ούτε τα π’διά την έγλεπαν. Όταν μεγάλωσαν τα π΄διά την έγλεπαν και ήθελαν να τ'ν κρατήσ’ν ικεί. Δεν ξανάρθ’ από τότες η ξωτ’κιά. Τα παιδιά δεν είχαν κόκκαλα και χάθ’καν, χάθ’κε κι ο πατέρας απ’ το χάλ’ τ’. [Γραμματ’κές= Το μέρος το λεν Γραμματ’κές, γιατί εκεί οι καλότεχνες (ξωτ’κές) είχαν τα γραφεία τς. Ο τόπος είναι δίπλα σε αλώνια.]

Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (EL)

Παραδόσεις

Ιωάννινα, Χουλιαράδες


1959




Λ. Α. αρ. 2302, σελ. 306 – 307, Δημ. Β. Οικονομίδου, Χουλιαράδες Ιωαννίνων, 1959

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)