Στ’ς Γκριλίτσες (απότομος λαγκαδιά κοντά στους Χουλιαράδες, μεταξύ Αράχθου και Χουλιαράδων) λέν μαζεύουντ’ οι διαόλοι, είναι η φωλιά των διαόλων. Από κει στο ηλιοβασίλεμα ξεκινούν για να κάνουν το κακό. Εκεί ακούονται ολοένα τούμπανα, βιολιά, σκουξίματα, γέλια τραγανά και φωνές περαστικές (=διαπεραστικές). Από ‘κει ξεκινούν κ’ οι ξωτ’κές, περνούν απ’ αλώνι σ’ αλών’ του χωριού, χορεύν παράξενους χορούς και χάνουντι στον Γαλαρόκαμπο (= οροπέδιον επί του όρους Περιστερίου, που χωρίζει την Ήπειρο από τη Θεσσαλία). Από κει οι τρισκατάρατοι ξεχύνουνται σ’ όλο το χωριό, στα περάματα, στα λαγκάδια ‘στους μύλους. Στου Παλιοντεμέρου (λαγκάδι) όξ απ’ το χωριό πιάνουν τη στράτα σαράντα διαόλοι μ’ έναν κουτσό, τον κουτσό του Παλιοντεμέρ’. Πολλά λένε πως κάνουν και πολλά πίστευαν οι παλιοί. Άλλους μαζεύουν κ’βάρ’, άλλους τους αφήν’ν κ’λούς (=κουλούς, παράλυτους), σ’ άλλους παίρουν τη φωνή. Στις Γκριλίτσες λέν ένας γέροντας έψησ’ ένα κλεμμένο σφαχτό κ’ ένας διάολος έψησ’ έναν μπάκακα και έλεγε ο διάολος: «Κάλλι κόμι τσίτσι πάπι». Ο γέρος δε μιλούσε. Όταν έφαγε το κρέας ο γέρος πήρε τη σούβλα και σκότωσε το δαίμονα. Λάλησε κι ο μαύρος κόκοτος κ’ εγλύτωσ’ από τς άλλους δαιμόνους.

Στ’ς Γκριλίτσες (απότομος λαγκαδιά κοντά στους Χουλιαράδες, μεταξύ Αράχθου και Χουλιαράδων) λέν μαζεύουντ’ οι διαόλοι, είναι η φωλιά των διαόλων. Από κει στο ηλιοβασίλεμα ξεκινούν για να κάνουν το κακό. Εκεί ακούονται ολοένα τούμπανα, βιολιά, σκουξίματα, γέλια τραγανά και φωνές περαστικές (=διαπεραστικές). Από ‘κει ξεκινούν κ’ οι ξωτ’κές, περνούν απ’ αλώνι σ’ αλών’ του χωριού, χορεύν παράξενους χορούς και χάνουντι στον Γαλαρόκαμπο (= οροπέδιον επί του όρους Περιστερίου, που χωρίζει την Ήπειρο από τη Θεσσαλία). Από κει οι τρισκατάρατοι ξεχύνουνται σ’ όλο το χωριό, στα περάματα, στα λαγκάδια ‘στους μύλους. Στου Παλιοντεμέρου (λαγκάδι) όξ απ’ το χωριό πιάνουν τη στράτα σαράντα διαόλοι μ’ έναν κουτσό, τον κουτσό του Παλιοντεμέρ’. Πολλά λένε πως κάνουν και πολλά πίστευαν οι παλιοί. Άλλους μαζεύουν κ’βάρ’, άλλους τους αφήν’ν κ’λούς (=κουλούς, παράλυτους), σ’ άλλους παίρουν τη φωνή. Στις Γκριλίτσες λέν ένας γέροντας έψησ’ ένα κλεμμένο σφαχτό κ’ ένας διάολος έψησ’ έναν μπάκακα και έλεγε ο διάολος: «Κάλλι κόμι τσίτσι πάπι». Ο γέρος δε μιλούσε. Όταν έφαγε το κρέας ο γέρος πήρε τη σούβλα και σκότωσε το δαίμονα. Λάλησε κι ο μαύρος κόκοτος κ’ εγλύτωσ’ από τς άλλους δαιμόνους.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Στ’ς Γκριλίτσες (απότομος λαγκαδιά κοντά στους Χουλιαράδες, μεταξύ Αράχθου και Χουλιαράδων) λέν μαζεύουντ’ οι διαόλοι, είναι η φωλιά των διαόλων. Από κει στο ηλιοβασίλεμα ξεκινούν για να κάνουν το κακό. Εκεί ακούονται ολοένα τούμπανα, βιολιά, σκουξίματα, γέλια τραγανά και φωνές περαστικές (=διαπεραστικές). Από ‘κει ξεκινούν κ’ οι ξωτ’κές, περνούν απ’ αλώνι σ’ αλών’ του χωριού, χορεύν παράξενους χορούς και χάνουντι στον Γαλαρόκαμπο (= οροπέδιον επί του όρους Περιστερίου, που χωρίζει την Ήπειρο από τη Θεσσαλία). Από κει οι τρισκατάρατοι ξεχύνουνται σ’ όλο το χωριό, στα περάματα, στα λαγκάδια ‘στους μύλους. Στου Παλιοντεμέρου (λαγκάδι) όξ απ’ το χωριό πιάνουν τη στράτα σαράντα διαόλοι μ’ έναν κουτσό, τον κουτσό του Παλιοντεμέρ’. Πολλά λένε πως κάνουν και πολλά πίστευαν οι παλιοί. Άλλους μαζεύουν κ’βάρ’, άλλους τους αφήν’ν κ’λούς (=κουλούς, παράλυτους), σ’ άλλους παίρουν τη φωνή. Στις Γκριλίτσες λέν ένας γέροντας έψησ’ ένα κλεμμένο σφαχτό κ’ ένας διάολος έψησ’ έναν μπάκακα και έλεγε ο διάολος: «Κάλλι κόμι τσίτσι πάπι». Ο γέρος δε μιλούσε. Όταν έφαγε το κρέας ο γέρος πήρε τη σούβλα και σκότωσε το δαίμονα. Λάλησε κι ο μαύρος κόκοτος κ’ εγλύτωσ’ από τς άλλους δαιμόνους.

Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (EL)

Παραδόσεις

Ιωάννινα, Χουλιαράδες


1959



Λ. Α. αρ. 2302, σελ. 287 – 288, Δημ. Β. Οικονομίδου, Χουλιαράδες Ιωαννίνων, 1959

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)