Λυκουλάγκαδο, το. Εδώ έχει σκάσει ο δαίμονας κ’ έχει γίνει λύκος. Κάποιος Γιώργο – Κοσμάς είχε χωράφια εκεί κ’ επήγαινε και έστηνε δόκανα, για να πιάν’ τς λαγούς και τς αλεπές που του τρώγαν τα καλαμπόκια. Και πήγαιναν οι δαιμόν’ που πέρναγαν από ‘κει και τα σκαντάλαγαν τα δόκανα. Και αυτός μετά φύλαξε να ιδή ποιος πηγαίν’ εκεί και τα σκανταλάει και κάποια νύχτα είδε ένα τάγμα από ντερβισαγάδες με φουστανέλλες άσπρες (κι αυτό είναι σωστό, τώρα έχει γίνει αυτό στα χρόνια τα δ’κά μου δεν είναι χρόνια πολλά) και ο τελευταίος από κείνους τα σκαντάλαγε. Του λέει ένας πάλε από την παρέα τ’, δαίμονας κακουμοίρ’ τ’ είπε, αν θα ξερ’ ο νοικοκύρ’ς, θα ‘σταινε δόκανο από αγριοκερασά και θα σας έπιανε. Την άλλη μέρα ο γέρος πήγε και έφκειασε σιδεροδόκανο από αγριοκερασά και το έστησε και τον έπιασε το δαίμονα. Και πααίνει και τον βρίσκει πιασμένο, σκαλωμένο στο σίδερο. Μια γένεται γάτα, μια γένεται σκύλλος, στο τέλος ύστερα γίνηκε λύκος, έκανε μια μπούβ’ κ’ έσκασε κι από τότες ονομάζετ’ εκεί στο λυκουλάγκαδο. Το φθινόπωρ’ ο γέρος πήγε για να μαζέψ’ τα καλαμπόκια στον Κάμπο και κοιμήθηκε τη νύχτα όξω. Πηγαίνουν και οι δαιμόν’, τον πιάνουν το γέροντα και τον πήγαν σβάρνα ίσα κατ’ το ρέμμα, στα χωράφια του Χρήστου. Μετά λάλαγαν, λέει τα κοκόρια. Πότε λάλαγε ο άσπρος κ’ έλεγαν οι δαιμόν’ άσπρος είναι κ’ έχομε, είπαν. Όταν λάλ’σε ο μαύρος τότε ο δαιμόν’ διέλ’σαν και άφησαν το γέρο μωροζώντανο (=μισοπεθαμένον). Τέλος ο γέρος πέθανε. Οι απόγονοι του γέρο – Κοσμά λέγονται Κουτσοδαιμοναίοι, γιατί έπιασαν το δαίμονα. [Χωράφια του Χρήστου= Η τοποθεσία αυτή λέγεται και Μελισσουσούδια]

Λυκουλάγκαδο, το. Εδώ έχει σκάσει ο δαίμονας κ’ έχει γίνει λύκος. Κάποιος Γιώργο – Κοσμάς είχε χωράφια εκεί κ’ επήγαινε και έστηνε δόκανα, για να πιάν’ τς λαγούς και τς αλεπές που του τρώγαν τα καλαμπόκια. Και πήγαιναν οι δαιμόν’ που πέρναγαν από ‘κει και τα σκαντάλαγαν τα δόκανα. Και αυτός μετά φύλαξε να ιδή ποιος πηγαίν’ εκεί και τα σκανταλάει και κάποια νύχτα είδε ένα τάγμα από ντερβισαγάδες με φουστανέλλες άσπρες (κι αυτό είναι σωστό, τώρα έχει γίνει αυτό στα χρόνια τα δ’κά μου δεν είναι χρόνια πολλά) και ο τελευταίος από κείνους τα σκαντάλαγε. Του λέει ένας πάλε από την παρέα τ’, δαίμονας κακουμοίρ’ τ’ είπε, αν θα ξερ’ ο νοικοκύρ’ς, θα ‘σταινε δόκανο από αγριοκερασά και θα σας έπιανε. Την άλλη μέρα ο γέρος πήγε και έφκειασε σιδεροδόκανο από αγριοκερασά και το έστησε και τον έπιασε το δαίμονα. Και πααίνει και τον βρίσκει πιασμένο, σκαλωμένο στο σίδερο. Μια γένεται γάτα, μια γένεται σκύλλος, στο τέλος ύστερα γίνηκε λύκος, έκανε μια μπούβ’ κ’ έσκασε κι από τότες ονομάζετ’ εκεί στο λυκουλάγκαδο. Το φθινόπωρ’ ο γέρος πήγε για να μαζέψ’ τα καλαμπόκια στον Κάμπο και κοιμήθηκε τη νύχτα όξω. Πηγαίνουν και οι δαιμόν’, τον πιάνουν το γέροντα και τον πήγαν σβάρνα ίσα κατ’ το ρέμμα, στα χωράφια του Χρήστου. Μετά λάλαγαν, λέει τα κοκόρια. Πότε λάλαγε ο άσπρος κ’ έλεγαν οι δαιμόν’ άσπρος είναι κ’ έχομε, είπαν. Όταν λάλ’σε ο μαύρος τότε ο δαιμόν’ διέλ’σαν και άφησαν το γέρο μωροζώντανο (=μισοπεθαμένον). Τέλος ο γέρος πέθανε. Οι απόγονοι του γέρο – Κοσμά λέγονται Κουτσοδαιμοναίοι, γιατί έπιασαν το δαίμονα. [Χωράφια του Χρήστου= Η τοποθεσία αυτή λέγεται και Μελισσουσούδια]
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Λυκουλάγκαδο, το. Εδώ έχει σκάσει ο δαίμονας κ’ έχει γίνει λύκος. Κάποιος Γιώργο – Κοσμάς είχε χωράφια εκεί κ’ επήγαινε και έστηνε δόκανα, για να πιάν’ τς λαγούς και τς αλεπές που του τρώγαν τα καλαμπόκια. Και πήγαιναν οι δαιμόν’ που πέρναγαν από ‘κει και τα σκαντάλαγαν τα δόκανα. Και αυτός μετά φύλαξε να ιδή ποιος πηγαίν’ εκεί και τα σκανταλάει και κάποια νύχτα είδε ένα τάγμα από ντερβισαγάδες με φουστανέλλες άσπρες (κι αυτό είναι σωστό, τώρα έχει γίνει αυτό στα χρόνια τα δ’κά μου δεν είναι χρόνια πολλά) και ο τελευταίος από κείνους τα σκαντάλαγε. Του λέει ένας πάλε από την παρέα τ’, δαίμονας κακουμοίρ’ τ’ είπε, αν θα ξερ’ ο νοικοκύρ’ς, θα ‘σταινε δόκανο από αγριοκερασά και θα σας έπιανε. Την άλλη μέρα ο γέρος πήγε και έφκειασε σιδεροδόκανο από αγριοκερασά και το έστησε και τον έπιασε το δαίμονα. Και πααίνει και τον βρίσκει πιασμένο, σκαλωμένο στο σίδερο. Μια γένεται γάτα, μια γένεται σκύλλος, στο τέλος ύστερα γίνηκε λύκος, έκανε μια μπούβ’ κ’ έσκασε κι από τότες ονομάζετ’ εκεί στο λυκουλάγκαδο. Το φθινόπωρ’ ο γέρος πήγε για να μαζέψ’ τα καλαμπόκια στον Κάμπο και κοιμήθηκε τη νύχτα όξω. Πηγαίνουν και οι δαιμόν’, τον πιάνουν το γέροντα και τον πήγαν σβάρνα ίσα κατ’ το ρέμμα, στα χωράφια του Χρήστου. Μετά λάλαγαν, λέει τα κοκόρια. Πότε λάλαγε ο άσπρος κ’ έλεγαν οι δαιμόν’ άσπρος είναι κ’ έχομε, είπαν. Όταν λάλ’σε ο μαύρος τότε ο δαιμόν’ διέλ’σαν και άφησαν το γέρο μωροζώντανο (=μισοπεθαμένον). Τέλος ο γέρος πέθανε. Οι απόγονοι του γέρο – Κοσμά λέγονται Κουτσοδαιμοναίοι, γιατί έπιασαν το δαίμονα. [Χωράφια του Χρήστου= Η τοποθεσία αυτή λέγεται και Μελισσουσούδια]

Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (EL)

Παραδόσεις

Ιωάννινα, Μιχαλίτσι


1959




Λ. Α. αρ. 2302, σελ. 506 – 508, Δημ. Β. Οικονομίδου, Μιχαλίτσι Ιωαννίνων, 1959

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)