Σηκώθηκι ένας Γύφτος απ’ το χωργιό του πάει ΄ς του ποτάμ να φκειάση κουσιέρες. Τον νύχτωσι ‘ς το ποτάμ’ τον άνθρωπον (τον Γύφτο ή Εβραίον). Το βράδ’ ο κακόμοιρος πάει ‘ς ένα παλιομυλωνά να ξενυχτίση. Ζωή που πάγει κι άναψι τη φωτιά του μέσ’ του μύλου δεν πρόφθασιν, πάει καμμιά ώρα νύχτα και βλέπει τους 13 παπάδες με τα ψαλτοπαίδια (κανονάρχας, βοηθούς των παπάδων) όλους και τον τρανό τον αρχιμαντρίτων ή Ηγούμενον αμπρουστά τους άλλους τους παπάδες απ’ το κοντό και τα παιδγιά όλα σέφκαε μέσ’ ΄ς του μύλου. Κάθουνταν οιο παπάδες ολόγυρα με τον Εβραίον ή Γύφτον ‘ς τη φωτιά και τα παιδγιά απάν ‘ς τ’ς αγραντιές τσιακμάκιψαν τα δόντια τα: φουτιές έβγαναν, απού γλεπαν τον Σαμουήλ γιαουντή, γύρευαν να τον φαν. Κι οι παπάδες προυτ’ απ’ πάνω απ’ τ’ αυτιά του ρίχνουνται. Τι να κάμη ο γιαούντης τους πολεμούσιν με τα δαυλιά απ’ του φόβον του. Σα είδαν τα δαυλιά οι διάβολοι (παπάδες μαζί με τον πρώτον) απ’ τους πολεμούσιν βγήκαν όξου. Τότε αποκοιμήθηκ’ ολίγον ο γιαουντής Σαμουήλ. Ικεί του φωνάζ’ ο αρχιπαπάς (αρχιμανδρίτης ή καθηγούμενος) «Σαμουήλ» γιαούντη, Σαμουήλ γιαουντή». Αυτός απελογήθηκε. Εν πάρθηκη η φωνή του. Παν τον βρίσκουν την χαραή μούτου (βουβόν ή άλαλον). Η φωνή τ’ απαρμένη. Τον είχαν παρ’ οι διαβόλ’ την φωνή. Και τον φόρτωσαν ‘ς τ’ άλογο τ΄και τον πάν’ς το σπίτι του βουβόν κι έκαμι χρόνον, καιρόν βουβός. [κουσιέρες= κόσκινον]

Σηκώθηκι ένας Γύφτος απ’ το χωργιό του πάει ΄ς του ποτάμ να φκειάση κουσιέρες. Τον νύχτωσι ‘ς το ποτάμ’ τον άνθρωπον (τον Γύφτο ή Εβραίον). Το βράδ’ ο κακόμοιρος πάει ‘ς ένα παλιομυλωνά να ξενυχτίση. Ζωή που πάγει κι άναψι τη φωτιά του μέσ’ του μύλου δεν πρόφθασιν, πάει καμμιά ώρα νύχτα και βλέπει τους 13 παπάδες με τα ψαλτοπαίδια (κανονάρχας, βοηθούς των παπάδων) όλους και τον τρανό τον αρχιμαντρίτων ή Ηγούμενον αμπρουστά τους άλλους τους παπάδες απ’ το κοντό και τα παιδγιά όλα σέφκαε μέσ’ ΄ς του μύλου. Κάθουνταν οιο παπάδες ολόγυρα με τον Εβραίον ή Γύφτον ‘ς τη φωτιά και τα παιδγιά απάν ‘ς τ’ς αγραντιές τσιακμάκιψαν τα δόντια τα: φουτιές έβγαναν, απού γλεπαν τον Σαμουήλ γιαουντή, γύρευαν να τον φαν. Κι οι παπάδες προυτ’ απ’ πάνω απ’ τ’ αυτιά του ρίχνουνται. Τι να κάμη ο γιαούντης τους πολεμούσιν με τα δαυλιά απ’ του φόβον του. Σα είδαν τα δαυλιά οι διάβολοι (παπάδες μαζί με τον πρώτον) απ’ τους πολεμούσιν βγήκαν όξου. Τότε αποκοιμήθηκ’ ολίγον ο γιαουντής Σαμουήλ. Ικεί του φωνάζ’ ο αρχιπαπάς (αρχιμανδρίτης ή καθηγούμενος) «Σαμουήλ» γιαούντη, Σαμουήλ γιαουντή». Αυτός απελογήθηκε. Εν πάρθηκη η φωνή του. Παν τον βρίσκουν την χαραή μούτου (βουβόν ή άλαλον). Η φωνή τ’ απαρμένη. Τον είχαν παρ’ οι διαβόλ’ την φωνή. Και τον φόρτωσαν ‘ς τ’ άλογο τ΄και τον πάν’ς το σπίτι του βουβόν κι έκαμι χρόνον, καιρόν βουβός. [κουσιέρες= κόσκινον]
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Σηκώθηκι ένας Γύφτος απ’ το χωργιό του πάει ΄ς του ποτάμ να φκειάση κουσιέρες. Τον νύχτωσι ‘ς το ποτάμ’ τον άνθρωπον (τον Γύφτο ή Εβραίον). Το βράδ’ ο κακόμοιρος πάει ‘ς ένα παλιομυλωνά να ξενυχτίση. Ζωή που πάγει κι άναψι τη φωτιά του μέσ’ του μύλου δεν πρόφθασιν, πάει καμμιά ώρα νύχτα και βλέπει τους 13 παπάδες με τα ψαλτοπαίδια (κανονάρχας, βοηθούς των παπάδων) όλους και τον τρανό τον αρχιμαντρίτων ή Ηγούμενον αμπρουστά τους άλλους τους παπάδες απ’ το κοντό και τα παιδγιά όλα σέφκαε μέσ’ ΄ς του μύλου. Κάθουνταν οιο παπάδες ολόγυρα με τον Εβραίον ή Γύφτον ‘ς τη φωτιά και τα παιδγιά απάν ‘ς τ’ς αγραντιές τσιακμάκιψαν τα δόντια τα: φουτιές έβγαναν, απού γλεπαν τον Σαμουήλ γιαουντή, γύρευαν να τον φαν. Κι οι παπάδες προυτ’ απ’ πάνω απ’ τ’ αυτιά του ρίχνουνται. Τι να κάμη ο γιαούντης τους πολεμούσιν με τα δαυλιά απ’ του φόβον του. Σα είδαν τα δαυλιά οι διάβολοι (παπάδες μαζί με τον πρώτον) απ’ τους πολεμούσιν βγήκαν όξου. Τότε αποκοιμήθηκ’ ολίγον ο γιαουντής Σαμουήλ. Ικεί του φωνάζ’ ο αρχιπαπάς (αρχιμανδρίτης ή καθηγούμενος) «Σαμουήλ» γιαούντη, Σαμουήλ γιαουντή». Αυτός απελογήθηκε. Εν πάρθηκη η φωνή του. Παν τον βρίσκουν την χαραή μούτου (βουβόν ή άλαλον). Η φωνή τ’ απαρμένη. Τον είχαν παρ’ οι διαβόλ’ την φωνή. Και τον φόρτωσαν ‘ς τ’ άλογο τ΄και τον πάν’ς το σπίτι του βουβόν κι έκαμι χρόνον, καιρόν βουβός. [κουσιέρες= κόσκινον]

Ιωαννίδης, Αθ.
Ιωαννίδης, Αθ. (EL)

Παραδόσεις

Μακεδονία, Γρεβενά, Ανασελίτσα


1905




Αρ. 61, 51, Ανασέλιτσα, Γρεβενά, Αθ. Ιωαννίδης

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)