Ο πατέρας μου τώρα και δώδεκα χρόνια πήγαινε στην Πύλο, ήταν αγροφύλακας και νύχτωσε. Πέρασε στου Χότζογλη πάνω από την Μοθώνη. Είπε να μείνη σε κανένα χωριό, δε μπόρεσε. Εκεί που πέρασε στο Μεμερίζι τα μεσάνυχτα είδε δυο ανθρώπους και πηγαίνανε μπροστά και κουβεντιάζανε τους λέει: Σταματάτε να πάμε μαζί. Από πού είσαστε; - Από το δήμο της Κορώνης. – Κι εγώ από κει είμαι. Του λένε: - Έλα κοντά και κουβεντιάζανε μεταξύ τους κάτι αλλοιώτικες κουβέντες. Τραβάγανε μπροστά κι έρχεται και πέφτουνε κοντά στο βράχο σ’ ένα βύθουλα και χαθήκανε. Ο πατέρας μου έκανε το σταυρό του. Δυο βήματα νάκανε ακόμα θα γκρεμιζόταν.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών