Κοιμότανε το βράδυ ο πατέρας μου. Η αδερφή μου κοιμότανε έξω. Βγήκε ο πατέρας μου και άναψε τσιγάρο έξω στην αυλή. Τότε ένας άνθρωπος απαράλλαχτος σαν την αδερφή μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο και πήγε κατ’ ευθείαν στο παράθυρο και κοιτάζει προς τα κάτω από όπου φαίνεται όλο το χωριό. Γυρίζει πίσω αυτό το πράγμα χωρίς να μιλήση τίποτα και πάει προς την πόρτα να φύγη έξω. Αφού έκανε να σφαλίση την πόρτα την μισοσφάλισε την πόρτα και ο μπαμπάς μου δε βάσταξε και έκανε να φωνάξη. Τι λέει μωρ’ Κουκούλα τι θέλεις. Αυτή λέει τίποντα ρα και αφίνει την πόρτα μισοκλειστή. Το πρωΐ σηκώθηκε ο μπαμπάς μου τη χαράη και ρώτησε την αδερφή μου μήπως ήρθε το βράδυ και αυτή λέει όχι το ίδιο είπε και η άλλη ότι δεν σηκώθηκε ούτε σαν υπνοβάτης και μετά με λίγες μέρες μας είπε ότι ήταν μια σαϊάδα με Μακρυά μαλλιά μέχρι τον ώμο. Ο παπούς μου εκεί που κοιμόνταν την νύχτα γέρος που ήταν δεν κοιμούνταν καθόλου. Είδε να τον τραβάει το γιοργάνι κάτι. Αυτός νόμισε ότι το τραβάει κανένας από μας για αστεία που είμαστε εμείς μικροί. Και σηκώνεται όπως ήταν ξαπλωμένος στα μισά και τηράει και δεν βλέπει τίποτα. Άρχισε να φωνάζεη μετά. Λέει έ τι τράβα συ τράβα γω θα το ξικίσουμε και οι δυο και θα ησυχάζουμε. Μετά το άφισε και δεν είδε τίποτα. [Κουκούλα= όνομα Βασιλική, ρα= μωρέ, γιοργάνι= πάπλωμα, ξικίσουμε= ξεσκίζω]
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens