Μια φορά ένας επερπατούσε τη νύχτα κι έλεγε πως δε φοβόντανε. Ερχώμενος στο δημόσιο δρόμο, νύχτ’ αργά, συναντάει μια κηδεία κανονική, μπροστά ο σταυρός, ο παπάς, το φέρετρο που το κρατούσανε στην πλάτη τέσσαρες και πίσω ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος αυτός ήταν όλοι από πεθαμένους, γέρους παλιούς του νησιού, που τους εγνώρισε. Έκαμε στην πάντα (=παραμέρισε) να μην πέσουνε κι απάνω του. Φοβήχτηκε. Ο κόσμος επερνούσε, ήπρεπε κάποτε να τελειώση. Ο τελευταίος εγύρισε και τον κοίταξε. (Πεθαμένος κι αυτός, γνωστός του). Κι άμα σκούλαρε (= έστριψε) αυτή η πομπή, έφυγε αυτός κι επήε σπίτι του και διηγούτουνε τι έπαθε. (Εκεί όμως που εκρούφτηκε αυτός, εκοίταξε κι είδε πως εσυνεχίζανε ακόμα. Ερχόντανε από τα Κασιμάτικα προς το Κοιμητήριο).

Μια φορά ένας επερπατούσε τη νύχτα κι έλεγε πως δε φοβόντανε. Ερχώμενος στο δημόσιο δρόμο, νύχτ’ αργά, συναντάει μια κηδεία κανονική, μπροστά ο σταυρός, ο παπάς, το φέρετρο που το κρατούσανε στην πλάτη τέσσαρες και πίσω ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος αυτός ήταν όλοι από πεθαμένους, γέρους παλιούς του νησιού, που τους εγνώρισε. Έκαμε στην πάντα (=παραμέρισε) να μην πέσουνε κι απάνω του. Φοβήχτηκε. Ο κόσμος επερνούσε, ήπρεπε κάποτε να τελειώση. Ο τελευταίος εγύρισε και τον κοίταξε. (Πεθαμένος κι αυτός, γνωστός του). Κι άμα σκούλαρε (= έστριψε) αυτή η πομπή, έφυγε αυτός κι επήε σπίτι του και διηγούτουνε τι έπαθε. (Εκεί όμως που εκρούφτηκε αυτός, εκοίταξε κι είδε πως εσυνεχίζανε ακόμα. Ερχόντανε από τα Κασιμάτικα προς το Κοιμητήριο).
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά ένας επερπατούσε τη νύχτα κι έλεγε πως δε φοβόντανε. Ερχώμενος στο δημόσιο δρόμο, νύχτ’ αργά, συναντάει μια κηδεία κανονική, μπροστά ο σταυρός, ο παπάς, το φέρετρο που το κρατούσανε στην πλάτη τέσσαρες και πίσω ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος αυτός ήταν όλοι από πεθαμένους, γέρους παλιούς του νησιού, που τους εγνώρισε. Έκαμε στην πάντα (=παραμέρισε) να μην πέσουνε κι απάνω του. Φοβήχτηκε. Ο κόσμος επερνούσε, ήπρεπε κάποτε να τελειώση. Ο τελευταίος εγύρισε και τον κοίταξε. (Πεθαμένος κι αυτός, γνωστός του). Κι άμα σκούλαρε (= έστριψε) αυτή η πομπή, έφυγε αυτός κι επήε σπίτι του και διηγούτουνε τι έπαθε. (Εκεί όμως που εκρούφτηκε αυτός, εκοίταξε κι είδε πως εσυνεχίζανε ακόμα. Ερχόντανε από τα Κασιμάτικα προς το Κοιμητήριο).

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Οθωνοί


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 446, Δ. Λουκάτου, νήσις Οθωνοί Κερκύρας, 1960

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)