Όταν γεννηθή το παιδί, μόλις περάσουν τρεις ημέρες, την Τρίτη ημέρα το απόγευμα θα ρθη η μητέρα της λεχώνας και η πεθερά της και η μαμή η πρακτικιά. Και οι τρεις θα πάρουν ένα ψωμί, μέλι, μαχαίρι, βιβλία, κουτάλια και πιρούνια. Η λεχώνα θα έχη ράψει του μωρού το πουκάμισο αλλά δεν θα έχη κόψει τη λαιμουδιά. Η μαμή θα πάρη το ψωμί και η μαμά της λεχώνας θα περάση τη βελόνα που ράβει το ποκάμισο στη λαιμουδιά και θα κάψη το μέρος της λαιμουδιάς όπου είναι η βελόνα με κάρβουνο αναμμένο. Θα τραβήξουν κατόπιν με τα χέρια τη λαιμουδιά ν’ ανοίξη έστω κι αν χαλάση το πουκάμισο. Δεν βάζουν πάνω ψαλίδι. Μέτα θα ντύση η μαμή το μωρό και θα το φυλάνε όλη την νύκτα. Θα ρθούνε οι τρεις Μοίρες (τις λέγαμε Να ρα τσνί τσι= Μοίρες). Αυτές θα ευλογήσουν το μωρό. Ότι θα γράψουν, εκείνο θα γίνη στο μωρό ή παπάς ή δάσκαλος, ότι πούνε. Μια φορά άκουσε η μαμά και η αδερφή του μωρού όταν ήρθανε οι Μοίρες που έλεγαν: Η πρώτη Μοίρα είπε: «Να ζήση και να μεγαλώση μέχρι 22 ετών. Η δεύτερη Μοίρα είπε να στεφανωθή. Η τρίτη Μοίρα είπε «στο δρόμο που θα πάνε, θα πάρουν από ξένο χωριό (από το τάδε χωριό) νύφη. Θα ανταμώσουν ένα φίδι θα δαγκάση το γαμπρό και θα πεθάνη μετά τη στέψι» Η αδερφή κ’ η μάννα που άκουσαν αυτά τα εσημείωσαν και είπε η κόρη στη μάννα. «Αν πεθάνω εγώ και ζης εσύ, θα πιάσης το φίδι να το σκοτώσης να μη κτυπήση ο αδερφός μου.» Η μάννα της είπε: «Ή εσύ αποθάνης ή εγώ, θα τα ξέρουμε οι δυο μας, να προσέχωμε, να γλυτώσωμε το γιο μας». Το φίδι παρουσιάστηκε όταν ερχόντανε από την εκκλησία στεφανωμένοι. Τότες το φίδι μπήκε μέσα στο παπούτσι του γαμπρού. Η αδερφή επετάχτηκε κ έβγαλε την μπότα αμέσως. Το φίδι έμεινε μέσα. Λέει: «Δε θα το σκοτώσωμε, θα το κάψωμε το φίδι». Εβάλανε το γαμπρό μέσα στο δωμάτιο χωρίς να το μελετήσουν το πράγμα. Παίρνει τη μπότα η αδερφή και πάει να το ρίξη πάνω στα κάρβουνα. Το φίδι δεν έντεξε από την φωτιά κ’ έσκασε. Ένα κομμάτι από το φίδι πετάχτηκε από τη φωτιά στον αδερφό της, τον χτύπησε κ’ επέθανε. Όπως ήταν γραμμένο έτσι κ’ έγινε.

Όταν γεννηθή το παιδί, μόλις περάσουν τρεις ημέρες, την Τρίτη ημέρα το απόγευμα θα ρθη η μητέρα της λεχώνας και η πεθερά της και η μαμή η πρακτικιά. Και οι τρεις θα πάρουν ένα ψωμί, μέλι, μαχαίρι, βιβλία, κουτάλια και πιρούνια. Η λεχώνα θα έχη ράψει του μωρού το πουκάμισο αλλά δεν θα έχη κόψει τη λαιμουδιά. Η μαμή θα πάρη το ψωμί και η μαμά της λεχώνας θα περάση τη βελόνα που ράβει το ποκάμισο στη λαιμουδιά και θα κάψη το μέρος της λαιμουδιάς όπου είναι η βελόνα με κάρβουνο αναμμένο. Θα τραβήξουν κατόπιν με τα χέρια τη λαιμουδιά ν’ ανοίξη έστω κι αν χαλάση το πουκάμισο. Δεν βάζουν πάνω ψαλίδι. Μέτα θα ντύση η μαμή το μωρό και θα το φυλάνε όλη την νύκτα. Θα ρθούνε οι τρεις Μοίρες (τις λέγαμε Να ρα τσνί τσι= Μοίρες). Αυτές θα ευλογήσουν το μωρό. Ότι θα γράψουν, εκείνο θα γίνη στο μωρό ή παπάς ή δάσκαλος, ότι πούνε. Μια φορά άκουσε η μαμά και η αδερφή του μωρού όταν ήρθανε οι Μοίρες που έλεγαν: Η πρώτη Μοίρα είπε: «Να ζήση και να μεγαλώση μέχρι 22 ετών. Η δεύτερη Μοίρα είπε να στεφανωθή. Η τρίτη Μοίρα είπε «στο δρόμο που θα πάνε, θα πάρουν από ξένο χωριό (από το τάδε χωριό) νύφη. Θα ανταμώσουν ένα φίδι θα δαγκάση το γαμπρό και θα πεθάνη μετά τη στέψι» Η αδερφή κ’ η μάννα που άκουσαν αυτά τα εσημείωσαν και είπε η κόρη στη μάννα. «Αν πεθάνω εγώ και ζης εσύ, θα πιάσης το φίδι να το σκοτώσης να μη κτυπήση ο αδερφός μου.» Η μάννα της είπε: «Ή εσύ αποθάνης ή εγώ, θα τα ξέρουμε οι δυο μας, να προσέχωμε, να γλυτώσωμε το γιο μας». Το φίδι παρουσιάστηκε όταν ερχόντανε από την εκκλησία στεφανωμένοι. Τότες το φίδι μπήκε μέσα στο παπούτσι του γαμπρού. Η αδερφή επετάχτηκε κ έβγαλε την μπότα αμέσως. Το φίδι έμεινε μέσα. Λέει: «Δε θα το σκοτώσωμε, θα το κάψωμε το φίδι». Εβάλανε το γαμπρό μέσα στο δωμάτιο χωρίς να το μελετήσουν το πράγμα. Παίρνει τη μπότα η αδερφή και πάει να το ρίξη πάνω στα κάρβουνα. Το φίδι δεν έντεξε από την φωτιά κ’ έσκασε. Ένα κομμάτι από το φίδι πετάχτηκε από τη φωτιά στον αδερφό της, τον χτύπησε κ’ επέθανε. Όπως ήταν γραμμένο έτσι κ’ έγινε.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Όταν γεννηθή το παιδί, μόλις περάσουν τρεις ημέρες, την Τρίτη ημέρα το απόγευμα θα ρθη η μητέρα της λεχώνας και η πεθερά της και η μαμή η πρακτικιά. Και οι τρεις θα πάρουν ένα ψωμί, μέλι, μαχαίρι, βιβλία, κουτάλια και πιρούνια. Η λεχώνα θα έχη ράψει του μωρού το πουκάμισο αλλά δεν θα έχη κόψει τη λαιμουδιά. Η μαμή θα πάρη το ψωμί και η μαμά της λεχώνας θα περάση τη βελόνα που ράβει το ποκάμισο στη λαιμουδιά και θα κάψη το μέρος της λαιμουδιάς όπου είναι η βελόνα με κάρβουνο αναμμένο. Θα τραβήξουν κατόπιν με τα χέρια τη λαιμουδιά ν’ ανοίξη έστω κι αν χαλάση το πουκάμισο. Δεν βάζουν πάνω ψαλίδι. Μέτα θα ντύση η μαμή το μωρό και θα το φυλάνε όλη την νύκτα. Θα ρθούνε οι τρεις Μοίρες (τις λέγαμε Να ρα τσνί τσι= Μοίρες). Αυτές θα ευλογήσουν το μωρό. Ότι θα γράψουν, εκείνο θα γίνη στο μωρό ή παπάς ή δάσκαλος, ότι πούνε. Μια φορά άκουσε η μαμά και η αδερφή του μωρού όταν ήρθανε οι Μοίρες που έλεγαν: Η πρώτη Μοίρα είπε: «Να ζήση και να μεγαλώση μέχρι 22 ετών. Η δεύτερη Μοίρα είπε να στεφανωθή. Η τρίτη Μοίρα είπε «στο δρόμο που θα πάνε, θα πάρουν από ξένο χωριό (από το τάδε χωριό) νύφη. Θα ανταμώσουν ένα φίδι θα δαγκάση το γαμπρό και θα πεθάνη μετά τη στέψι» Η αδερφή κ’ η μάννα που άκουσαν αυτά τα εσημείωσαν και είπε η κόρη στη μάννα. «Αν πεθάνω εγώ και ζης εσύ, θα πιάσης το φίδι να το σκοτώσης να μη κτυπήση ο αδερφός μου.» Η μάννα της είπε: «Ή εσύ αποθάνης ή εγώ, θα τα ξέρουμε οι δυο μας, να προσέχωμε, να γλυτώσωμε το γιο μας». Το φίδι παρουσιάστηκε όταν ερχόντανε από την εκκλησία στεφανωμένοι. Τότες το φίδι μπήκε μέσα στο παπούτσι του γαμπρού. Η αδερφή επετάχτηκε κ έβγαλε την μπότα αμέσως. Το φίδι έμεινε μέσα. Λέει: «Δε θα το σκοτώσωμε, θα το κάψωμε το φίδι». Εβάλανε το γαμπρό μέσα στο δωμάτιο χωρίς να το μελετήσουν το πράγμα. Παίρνει τη μπότα η αδερφή και πάει να το ρίξη πάνω στα κάρβουνα. Το φίδι δεν έντεξε από την φωτιά κ’ έσκασε. Ένα κομμάτι από το φίδι πετάχτηκε από τη φωτιά στον αδερφό της, τον χτύπησε κ’ επέθανε. Όπως ήταν γραμμένο έτσι κ’ έγινε.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Πέλλα, Άρνισσα


1961




Λ. Α. αρ. 2394, σελ. 152 – 154, Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη, Άρνισσα (πρώην Όστροβον) Πέλλης, 1961

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)