Μια βραδιά ενέβαινε ένας άθρωπος απ’το μετόχι του κ’επήε κ’έκατσε στου Κρητικού την ελιά(νοτι-αντατ.)για να ξεκουραστή. Όπως ήκατσε στην ελιά έρχεται ένας άθρωπος και καθίζει κοντά του. Ήτο ο σύντεκνος του και ήτο ποθαμένος, μα ο άθρωπος κουρασμένος ως ήτο ‘έν εθυμήθη ότι ο σύντεκνος ήτο ‘ποθαμένος. Είντα ‘ναι σύντεκνε κ’έκατσε (ο ποθαμένος σύντεκνος)-Κάτω ήμουν σύντεκνε κ’έκατσα λί’ο ‘ά ξεκουραστώ. –Θέλεις τσιάρο –Ναι τότε του δίχτει γαδούρια (κόπρανα του γαδάρου) μόλις έκαμε έτσι γυρίζει και τον θωρεί και βλέπει πως ήτο ο ποθαμένος σύντεκνος σ’ένα τέταρτο άκουσε ένα βοητό ένα κακό α ‘ό πέταλα α ‘ό ζάλα πολλά. Ο σύντεκνος ο ποθαμένος γύρισε στο σπίτι και ρώτησε και μέσα σε δέκα πέντε μέρες ‘πόθανε.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens