Και έν Θεσπρωτία ως και εις άλλα μέρη της Ηπείρου, πιστεύουσιν οι πολλοί τους βρυκόλακας. Ου δόλως δε περίεργον τούτο, αφού και άλλα έθνη πλέον ανεπτυγμένα και μεμορφωμένα έχουσι και διατηρούσι τας περί αυτών προλήψεις. Τε εις αυτούς πίστις είναι μια εκ του πεποιθήσεων, αίτινες δεν είναι εύκολον ν’αφαιρεθώσι, διότι εινί τοιαάται δοξασίαι, αίτινες, ούτως ειπείν, γεννώνται μετ’αυτού του ανθρώπου. Εν Θεςπρωτία τους βρυκόλακας πιστεύουσι και παραδέχονται και τώρα εις τας παλαιάς εποχάς. Άθρωποι νεωστί απεθανόντες, γνωστοί δια πράξεις επιμέστους, αλλά και ανίκανοι διατελέσαντες εν τω βίω, δεν μένουσι τας νύκτας εις τους τάφους την άλλ’εξέρχονται υπό διαφόρους μορφάς, ως κύνες χοίρος, γάτες και περιφέρονται εις τας οικίας των γυγγενών και οικέιαν και φίλων με αλύσσας εις τους πόδας συρομένας και κροταύσεις και φίλων με αλύσσας εις τους πόδας συρομένας και κροταύσεις καθ’οδόν, ανοίγοντες θύρας και παράθυρα, χωρίς να φαίνωνται, ανατρέποντες πράγματα εν ταις οικίας και επιστρέφοντες περι την πρωίαν πάλιν εις τα μνήματα του. Οπόταν διαδοθή ότι εβρυκολάκιασε τις, την επαύριον μεταβαίνουν άνωθεν του μνήματος του και κανίουσι θείον (τειάφι)αρκετόν και ούτως δεν εξέρχεται πλέον. Εάν όμως άλλοτε επιμένει και πάλιν να εξέρχηται, ήνοιγον το μνήμα του, τον έσχιζον, εξήγαγαν το σπιτικών του και το έκανον με θείον μαζί και ούτω πλέον δεν εξήρχετο. (Τους εις βαρβάρους εποχάς να συνέβαινε και το βδελυρόν τούτο ανοσιούργημα)

Και έν Θεσπρωτία ως και εις άλλα μέρη της Ηπείρου, πιστεύουσιν οι πολλοί τους βρυκόλακας. Ου δόλως δε περίεργον τούτο, αφού και άλλα έθνη πλέον ανεπτυγμένα και μεμορφωμένα έχουσι και διατηρούσι τας περί αυτών προλήψεις. Τε εις αυτούς πίστις είναι μια εκ του πεποιθήσεων, αίτινες δεν είναι εύκολον ν’αφαιρεθώσι, διότι εινί τοιαάται δοξασίαι, αίτινες, ούτως ειπείν, γεννώνται μετ’αυτού του ανθρώπου. Εν Θεςπρωτία τους βρυκόλακας πιστεύουσι και παραδέχονται και τώρα εις τας παλαιάς εποχάς. Άθρωποι νεωστί απεθανόντες, γνωστοί δια πράξεις επιμέστους, αλλά και ανίκανοι διατελέσαντες εν τω βίω, δεν μένουσι τας νύκτας εις τους τάφους την άλλ’εξέρχονται υπό διαφόρους μορφάς, ως κύνες χοίρος, γάτες και περιφέρονται εις τας οικίας των γυγγενών και οικέιαν και φίλων με αλύσσας εις τους πόδας συρομένας και κροταύσεις και φίλων με αλύσσας εις τους πόδας συρομένας και κροταύσεις καθ’οδόν, ανοίγοντες θύρας και παράθυρα, χωρίς να φαίνωνται, ανατρέποντες πράγματα εν ταις οικίας και επιστρέφοντες περι την πρωίαν πάλιν εις τα μνήματα του. Οπόταν διαδοθή ότι εβρυκολάκιασε τις, την επαύριον μεταβαίνουν άνωθεν του μνήματος του και κανίουσι θείον (τειάφι)αρκετόν και ούτως δεν εξέρχεται πλέον. Εάν όμως άλλοτε επιμένει και πάλιν να εξέρχηται, ήνοιγον το μνήμα του, τον έσχιζον, εξήγαγαν το σπιτικών του και το έκανον με θείον μαζί και ούτω πλέον δεν εξήρχετο. (Τους εις βαρβάρους εποχάς να συνέβαινε και το βδελυρόν τούτο ανοσιούργημα)
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Και έν Θεσπρωτία ως και εις άλλα μέρη της Ηπείρου, πιστεύουσιν οι πολλοί τους βρυκόλακας. Ου δόλως δε περίεργον τούτο, αφού και άλλα έθνη πλέον ανεπτυγμένα και μεμορφωμένα έχουσι και διατηρούσι τας περί αυτών προλήψεις. Τε εις αυτούς πίστις είναι μια εκ του πεποιθήσεων, αίτινες δεν είναι εύκολον ν’αφαιρεθώσι, διότι εινί τοιαάται δοξασίαι, αίτινες, ούτως ειπείν, γεννώνται μετ’αυτού του ανθρώπου. Εν Θεςπρωτία τους βρυκόλακας πιστεύουσι και παραδέχονται και τώρα εις τας παλαιάς εποχάς. Άθρωποι νεωστί απεθανόντες, γνωστοί δια πράξεις επιμέστους, αλλά και ανίκανοι διατελέσαντες εν τω βίω, δεν μένουσι τας νύκτας εις τους τάφους την άλλ’εξέρχονται υπό διαφόρους μορφάς, ως κύνες χοίρος, γάτες και περιφέρονται εις τας οικίας των γυγγενών και οικέιαν και φίλων με αλύσσας εις τους πόδας συρομένας και κροταύσεις και φίλων με αλύσσας εις τους πόδας συρομένας και κροταύσεις καθ’οδόν, ανοίγοντες θύρας και παράθυρα, χωρίς να φαίνωνται, ανατρέποντες πράγματα εν ταις οικίας και επιστρέφοντες περι την πρωίαν πάλιν εις τα μνήματα του. Οπόταν διαδοθή ότι εβρυκολάκιασε τις, την επαύριον μεταβαίνουν άνωθεν του μνήματος του και κανίουσι θείον (τειάφι)αρκετόν και ούτως δεν εξέρχεται πλέον. Εάν όμως άλλοτε επιμένει και πάλιν να εξέρχηται, ήνοιγον το μνήμα του, τον έσχιζον, εξήγαγαν το σπιτικών του και το έκανον με θείον μαζί και ούτω πλέον δεν εξήρχετο. (Τους εις βαρβάρους εποχάς να συνέβαινε και το βδελυρόν τούτο ανοσιούργημα)

Παναγιωτίδης, Δ. Α.
Παναγιωτίδης, Δ. Α. (EL)

Παραδόσεις

Θεσπρωτία


1919




Αρ. 53, σελ. 35, αρ. 13, Θεσπρωτία, Παναγιωτίδης

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)