Ένας εύζωνας κι ‘γω πήγαμε να κάμμε κολύμπι σ’ ένα ποταμάκι κι αυτός πνίγ’κε. Δε μπόρεσε να τον σώ’ κανείς. Ήρθ’ ένας κολυμπετάς, ήρθε και τον έβγαλε μέσ’από τη γούβα. Ήταν πεθαμένος. Μετά από λίγες μέρες, αυτός βρουκαλάκιασε και πάαινε και κολύμπαε σ’αυτό το μέρος. Και εγώ φύλαγα σκοπός κι άκουσα έναν κρότο, όπως πήδαγε μέσ’στη γούρνα. Στο πρώτο [‘ακουσα, νόμισα ότ’είνι ψάρια. Τη β’ φορά πάλε ψάρ’. Την γ! κοιτάζω, έβγανε φωτιά. Αφού είδα τη λαμπάδα, υποψιάστηκα, αφού ήξερα την ιστορία και φοβήθ’κα. Κι τον βλέπω κι ιρχόταν κατά μένα κι έβγανε φωτιές. Στα 30 μέτρα τον γνώρισα. Σκιάχτ’κα, μα δεν ήξερα τι να κάμω. Φοβήθ’κα, αλλά πώς να φύβγω; Ενθάρυνα όμως, επειδή είχα εξ ακοής, πως άμα είσι ξύπνιος, δε μπορεί να σι κάμ’ κακό. Έλεγα να τον πυροβολήσω, αλλά θα σκωθή το Τάγμα ούλο. Μα κι αν σκάσ’ το τα’φεκι και σκοτωθώ μοναχός μου; Να βγάλω την ξιφολόγχη να τον ξεκοιλιάσ’. Μα πάλι σκια΄ζμ’να. Φεγγάρ-μέρα, στάθηκε μπρός μου αυτός, κοίταζε μένα κι ‘γώ αυτόνα. Πλησίασε στα 10 μέτρα. Βάσταγα το όπλο τρομαγμένος. Κι τη δύναμη δεν την είχα. Έμεινα έτσι. Η θα τον ξεκ’λιάσω (=ξεκοιλιάσω) ή θα πεθάνω. Αλλά αυτός έκανε κανονική μεταβολή κι επήε στη γούρνα κι εβούτηξε. Έβγαλε φωτιά και χάθηκε στη γούρνα. Περίμενα να περάσ’ η ώρα, να μ’αντικαταστήσ’. Δε πέρναγε. Ήρθ’ ο σκοπής μ’άλλαξε, δεν του ‘πα τίποτε. Στ’αντίσκηνο που πήγα, μ’είδαν τα παιδιά σκιαγμένο. Τι έπαθες; Λέει. Μη φοβήθ’κες; -Καλά είμι. Δεν πρόφτασα να καθήσω, βλέπω τον άλλο σκοπό, έρχονταν μαντήλ’ = άαπρος. Μόλις έφτασε πετάχτ’καν έξω, τον ρώτησαν τι έπαθες. Ότ’ έπαθα και ‘γώ. Ο Ηλιόπουλος βρουκολάκιασε! (τι να πω άς ιδή κι άλλος). Μόλις ήρθαν οι γιατροί ν’αναστήσουν τον αναίσθητο, ρώτησαν εμένα και τους είπα (Έβαλα διπλοσκοπούς). Όταν είμαστε ξυπνοί, δε μας τρώει.

Ένας εύζωνας κι ‘γω πήγαμε να κάμμε κολύμπι σ’ ένα ποταμάκι κι αυτός πνίγ’κε. Δε μπόρεσε να τον σώ’ κανείς. Ήρθ’ ένας κολυμπετάς, ήρθε και τον έβγαλε μέσ’από τη γούβα. Ήταν πεθαμένος. Μετά από λίγες μέρες, αυτός βρουκαλάκιασε και πάαινε και κολύμπαε σ’αυτό το μέρος. Και εγώ φύλαγα σκοπός κι άκουσα έναν κρότο, όπως πήδαγε μέσ’στη γούρνα. Στο πρώτο [‘ακουσα, νόμισα ότ’είνι ψάρια. Τη β’ φορά πάλε ψάρ’. Την γ! κοιτάζω, έβγανε φωτιά. Αφού είδα τη λαμπάδα, υποψιάστηκα, αφού ήξερα την ιστορία και φοβήθ’κα. Κι τον βλέπω κι ιρχόταν κατά μένα κι έβγανε φωτιές. Στα 30 μέτρα τον γνώρισα. Σκιάχτ’κα, μα δεν ήξερα τι να κάμω. Φοβήθ’κα, αλλά πώς να φύβγω; Ενθάρυνα όμως, επειδή είχα εξ ακοής, πως άμα είσι ξύπνιος, δε μπορεί να σι κάμ’ κακό. Έλεγα να τον πυροβολήσω, αλλά θα σκωθή το Τάγμα ούλο. Μα κι αν σκάσ’ το τα’φεκι και σκοτωθώ μοναχός μου; Να βγάλω την ξιφολόγχη να τον ξεκοιλιάσ’. Μα πάλι σκια΄ζμ’να. Φεγγάρ-μέρα, στάθηκε μπρός μου αυτός, κοίταζε μένα κι ‘γώ αυτόνα. Πλησίασε στα 10 μέτρα. Βάσταγα το όπλο τρομαγμένος. Κι τη δύναμη δεν την είχα. Έμεινα έτσι. Η θα τον ξεκ’λιάσω (=ξεκοιλιάσω) ή θα πεθάνω. Αλλά αυτός έκανε κανονική μεταβολή κι επήε στη γούρνα κι εβούτηξε. Έβγαλε φωτιά και χάθηκε στη γούρνα. Περίμενα να περάσ’ η ώρα, να μ’αντικαταστήσ’. Δε πέρναγε. Ήρθ’ ο σκοπής μ’άλλαξε, δεν του ‘πα τίποτε. Στ’αντίσκηνο που πήγα, μ’είδαν τα παιδιά σκιαγμένο. Τι έπαθες; Λέει. Μη φοβήθ’κες; -Καλά είμι. Δεν πρόφτασα να καθήσω, βλέπω τον άλλο σκοπό, έρχονταν μαντήλ’ = άαπρος. Μόλις έφτασε πετάχτ’καν έξω, τον ρώτησαν τι έπαθες. Ότ’ έπαθα και ‘γώ. Ο Ηλιόπουλος βρουκολάκιασε! (τι να πω άς ιδή κι άλλος). Μόλις ήρθαν οι γιατροί ν’αναστήσουν τον αναίσθητο, ρώτησαν εμένα και τους είπα (Έβαλα διπλοσκοπούς). Όταν είμαστε ξυπνοί, δε μας τρώει.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ένας εύζωνας κι ‘γω πήγαμε να κάμμε κολύμπι σ’ ένα ποταμάκι κι αυτός πνίγ’κε. Δε μπόρεσε να τον σώ’ κανείς. Ήρθ’ ένας κολυμπετάς, ήρθε και τον έβγαλε μέσ’από τη γούβα. Ήταν πεθαμένος. Μετά από λίγες μέρες, αυτός βρουκαλάκιασε και πάαινε και κολύμπαε σ’αυτό το μέρος. Και εγώ φύλαγα σκοπός κι άκουσα έναν κρότο, όπως πήδαγε μέσ’στη γούρνα. Στο πρώτο [‘ακουσα, νόμισα ότ’είνι ψάρια. Τη β’ φορά πάλε ψάρ’. Την γ! κοιτάζω, έβγανε φωτιά. Αφού είδα τη λαμπάδα, υποψιάστηκα, αφού ήξερα την ιστορία και φοβήθ’κα. Κι τον βλέπω κι ιρχόταν κατά μένα κι έβγανε φωτιές. Στα 30 μέτρα τον γνώρισα. Σκιάχτ’κα, μα δεν ήξερα τι να κάμω. Φοβήθ’κα, αλλά πώς να φύβγω; Ενθάρυνα όμως, επειδή είχα εξ ακοής, πως άμα είσι ξύπνιος, δε μπορεί να σι κάμ’ κακό. Έλεγα να τον πυροβολήσω, αλλά θα σκωθή το Τάγμα ούλο. Μα κι αν σκάσ’ το τα’φεκι και σκοτωθώ μοναχός μου; Να βγάλω την ξιφολόγχη να τον ξεκοιλιάσ’. Μα πάλι σκια΄ζμ’να. Φεγγάρ-μέρα, στάθηκε μπρός μου αυτός, κοίταζε μένα κι ‘γώ αυτόνα. Πλησίασε στα 10 μέτρα. Βάσταγα το όπλο τρομαγμένος. Κι τη δύναμη δεν την είχα. Έμεινα έτσι. Η θα τον ξεκ’λιάσω (=ξεκοιλιάσω) ή θα πεθάνω. Αλλά αυτός έκανε κανονική μεταβολή κι επήε στη γούρνα κι εβούτηξε. Έβγαλε φωτιά και χάθηκε στη γούρνα. Περίμενα να περάσ’ η ώρα, να μ’αντικαταστήσ’. Δε πέρναγε. Ήρθ’ ο σκοπής μ’άλλαξε, δεν του ‘πα τίποτε. Στ’αντίσκηνο που πήγα, μ’είδαν τα παιδιά σκιαγμένο. Τι έπαθες; Λέει. Μη φοβήθ’κες; -Καλά είμι. Δεν πρόφτασα να καθήσω, βλέπω τον άλλο σκοπό, έρχονταν μαντήλ’ = άαπρος. Μόλις έφτασε πετάχτ’καν έξω, τον ρώτησαν τι έπαθες. Ότ’ έπαθα και ‘γώ. Ο Ηλιόπουλος βρουκολάκιασε! (τι να πω άς ιδή κι άλλος). Μόλις ήρθαν οι γιατροί ν’αναστήσουν τον αναίσθητο, ρώτησαν εμένα και τους είπα (Έβαλα διπλοσκοπούς). Όταν είμαστε ξυπνοί, δε μας τρώει.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Καρδίτσα, Θραψίμι


1959




Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 231 – 32, Δ. Λουκάτος, Θραψίμι Καρδίτσης, 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.