Ήτανε δυο αδερφάδες. Η μικρή τα ‘σασε με τον γαμπρό της και την επήρε κι έφυγε. Η μάννα της στενοχωρέθηκε. Ήθελε να πάη έξω στα καλύβια, σε αμπέλια. Κίνησε να πάη ν’ανάψη τα καντήλια στην εκκλησία που ‘ταν στο κρήμα. Πήρε το λάδι, κεριά και καμιά δεκαριά πορτοκάλλια. Στο δρόμο έπιασε χιόνι. Αυτή έρριχνε από ‘να πορτοκάλλι για να τήνε βρούνε επειδή κατάλαβε ότι θα χαθή στο χιόνι. Λοιπόν είδε ο κόσμος ότι δε φάνηκε η γυναίκα. Πήρανε φανάρια και πήγανε δρόμο δρόμο στο καλύβι της. Στο δρόμο βρίσκανε και τα πορτοκάλλια. Πέρα από το καλύβι την ηύραν να την τρώνε τα κοράκια. Τήνε πήρανε και τήνε θάψανε. Λέγανε ότι βρικολάκιασε. Η θυγατέρα της η μία, που την αγαπούσε πολύ, δεν παντρεύτηκε πια. Πήγαινε σ’εκείνη τη θυγατέρα, που πήρε το γαμπρό, και της γιόμωζε αίματα τ’αλεύρι ηύλαγε τα καζάνια, που βάτανε για νερό. Στη θυγατέρα, που την αγάπαγε, πήγαινε νύχτα, της βόλευε στο σπίτι, της σάρωσε την παραστιά. Αυτήν και να την άκουγε δε μίλαγε. Ένα χρόνο πάλευε την κόρη της. Μαζεύτηκαν άντρες πήρανε ένα τέτζαερη λάδι, το βράσανε, σκάψουνε της ρίξανε το ζεματιστό λάδι. Ήταν τα μάτια της ανοιχτά. Ησυχάσανε ιθιά ο κόσμος. Λένε ότι στις 3 μέρες πάνε σκουλήκια και τς τρώνε του πεθαμένους.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens