Ένας έκοψε το δάχτυλό του. Το πέταξε μέσα σε νιά κουφαλωτή πλατάνα και είπε να το πάρη ο διάβολος. Μπήκε μέσα στο δάχτυλο ο διάβολος και εβουρκολάκιασε. Την νύχτα εγινότανε ασκί και έβγαινε και κύλαε στο δρόμο. Όσοι το γλέπανε πεθαίνανε από το φόβο τους. Δεν ηξεύρανε τι τανε και λέγανε τι τανε στοιχειό και λαβώνει τον κόσμο. ναι βραδειά οι άνδρες βάλανε στοίχημα εκατό γρόσια να ντα πάρη όγοιος του βαστάει να πάη το βράδυ στης εκκλησιάς την πόρτα που χορεύουνε οι βουρκολάκοι. Ένας είπε: εγώ πααίνω. Πήε και τους βρήκε και χορεύανε γδυτοί, κάσαροι. Γδύθηκε και κείνος στο χορό. Χρεύανε και λέγανε ντίρνι, ντίρνι. Των βουρκολάκων δεν φαινόντουσταν τα’αχαμνά τους. Γυρίζανε και τον ρωτάγανε. Τ’ είναι τούτο που κρέμεται; Κείνος με το νόημα τους έλεε: δεν ξέρω τι ναι, (σήκωνε τους νώμους του). Χορέψανε ίσια με που λάλησε ο κοκκορος. Άμα λάλησε είπανε: Μαύρος κόκορας, λαλεί φεύγεται να φεύγουμε. Αρχίσανε να χωρίζουνται και ρώταε ο ένας τον άλλονε. Πούθε είσαι σύ; Από τον Άη Νικόλα. Σύ; Από την Παναΐα. Ρωτήσανε στερνά και τ’ ασκί. Συ πούθε είσαι; Από τ’ Άη Γεώργη την πλατάνα. Διαλυθήκανε. Το είπε κείνος στους άλλους ότι κείνο που βγαίνει είναι στην πλατάνα και βγάλανε τ’ ασκί. Το κάψανε με ξείδι και με λάδι και πλιά δε ματαφάνηκε. (Αχαμνά = αιδοία)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών