Ένας πέθανε στα ξένα και βουρκολάκιασε. Γύρισε σπίτι του και έκανε παιδιά με τη γυναίκα του. Έφτειασε σπίτι και μαγαζιά. Δούλευε ούλη τη βδομάδα και το Σάββατο χανότανε, γιατί δεν έχει δικαίωμα ο βουρκόλακας τη Κυριακή να μένη όξω. Είδε και απόειδε κείνη που χανότανε κάθε Σαββάτο και κατάλαβε ότι ήτανε βουρκόλακας. Το είπε στον κόσμο και πήγανε και τον κάψανε. Μαζί με κείνονε χαθήκανε ούλα τα έχοντά του, παιδιά, σπίτι, μαγαζιά και ότι άλλο είχε αποχτήσει απο τότε που ήτανε βουρκόλακας.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών