Ενού φτωχού του πεθαίνανε τα παιδιά ρε δεν έχω ψυχή καλή!Είχ’ένα παιδί αβάφτηγο, το πήρε και πάαινε να βρή δίκιον άντρωπο ναν το βαφτίση. Τον απάντησε ο Χριστός <που το πάς το παιδί;’’- ‘’Το πάου να βρώ δίκιον άντρωπο, ναν το βαφτίση’’ ‘’Ναν το δείνης εμένα’’-ποιος είσαι σύ; - ‘’ο Χριστός’’- ‘’Δε στο δίνω, γιατί κάνεις πλούσιους και φτωχούς’’. Το πήρε, πάει παραπέρα, απαντάει το Χάρο <Γεία σου>, <καλώς τονε’’, ‘’που το πάς το παιδί;’’ ‘’Να βρώ δίκιον άντρωπο, να το βαφτίση’’ – ‘’Να το δώκης εμένα’’-‘’ποιος είσαι εσύ;’’ – ‘’ο χάρος’’ – Να στο δώκω, γιατί συ δε ντρέπεσαι, πλούσιους και φτωχούς ένα τους έχεις’’ Τον πήρε κοντά τον Χάρο, πάει σπίτι του. Λέει στη γυναίκα του : ‘’Γυναίκα, βρήκα κουμπάρο δίκιο’’-‘’Αλήθεια, μ=νοικοκύρη; Ποιόνε;’’ Το χάρο’’-κακό που μούκαμες, κείνος άμα το βαφτίση το παιδί θα τον πάρη’’, -Δεν το παίρνει, παρα συ να τον καρτερέσης με μπίστη, γιατί, ότι να κάνεις, το καταλαβαίνει’’. Το βάφτισε ο Χάρος το παιδί. Τον καλοκαρτερέσανε με πίττες, αρνιά, γιαργούτες, χίλια καλούδια. Κέι που τον ξεβγάνανε, λέει ο Χάρος :<έ, κουμπάρε, έρχεσαι και συ να ιδής το δικό μου σπίτι;-‘’Αχά’’, λέει ο πατέρας ‘’μετά χαράς σου, κουμπάρε μου’’. Αφήκανε γεια της κουμπάρας και φύγανε. Όταν φτάσανε στου Χάρου το σπίτι, τούδειξε όλες τις κάμαρες, ‘ξου μία. ‘’Δείχτη μου και κείνη κουμπάρε’’- ‘’Δεν κάνει’’. Πίμενε ο κουμπάρος και του ανοίγει ο Χάρος και κείνη την κάμερα. Τι να ιδή! Κεί μέσα καιγόντανε κεριά, άλλα μπόι, άλλα πιθαμή, άλλο κόντενε να σβητή’’Να μου ειπής ποιο είναι το δικό μου’’. Τούδειξε ο Χάρος το δικό του, κόντευε να σωθή. ‘’Άμ’, εγώ κοντεύω να πεθάνω!...<Τι να σου κάμω;- ‘’Έ κάνε μου, να μου στείλης είδηση δέκα ημέρες μπροστά. –Θα σου στείλω’’. Σε δέκα ημέρες χάπ!μπροστά του ο Χάρος ‘’Τοιμάσου’’του λέει. <Βρε κουμπάρε, δε σούπα να μου στείλης χαμπέρι δέκα ημέρες μπροστήτερα;’’- ‘’Σούστειλα’’ –‘’πότε’’-‘’Τον καιρό που σκόνταψες κατάκαλα, παραγγελιά ήτανε κείνη’’-‘’Καλά, να βγής, κάνε μου, λιγούλι όξω να ορμηνέψω τη γυναίκα μου πως θα πορευτή’’Βγήκε όξω ο Χάρος. ‘’Γυναίκα, κρύψε με στην κασέλα’’. Κρύφτηκε στην κασέλα, κάθεται κ η γυναίκα του απάνου. Κείνος όμως, ο Χάρος, τον εμύρισε με το λουλούδι και τον πήρε. Καρτέρεσε, καρτέρεσε η γυναίκα, βγαίνει κανιά βολά, αγναντεύει ‘’Σήκω, νοικοκύρη, έφυγ’ ο κουμπάρος’’ανοίγει, πεθαμένος! Έβαλε τις φωνές, μα δεν κάνει να βλαστημάμε το Χάρο και να λέμε <ανάθεμα το Χάρο’’γιατί έρχεται απόφαση.

Ενού φτωχού του πεθαίνανε τα παιδιά ρε δεν έχω ψυχή καλή!Είχ’ένα παιδί αβάφτηγο, το πήρε και πάαινε να βρή δίκιον άντρωπο ναν το βαφτίση. Τον απάντησε ο Χριστός <που το πάς το παιδί;’’- ‘’Το πάου να βρώ δίκιον άντρωπο, ναν το βαφτίση’’ ‘’Ναν το δείνης εμένα’’-ποιος είσαι σύ; - ‘’ο Χριστός’’- ‘’Δε στο δίνω, γιατί κάνεις πλούσιους και φτωχούς’’. Το πήρε, πάει παραπέρα, απαντάει το Χάρο <Γεία σου>, <καλώς τονε’’, ‘’που το πάς το παιδί;’’ ‘’Να βρώ δίκιον άντρωπο, να το βαφτίση’’ – ‘’Να το δώκης εμένα’’-‘’ποιος είσαι εσύ;’’ – ‘’ο χάρος’’ – Να στο δώκω, γιατί συ δε ντρέπεσαι, πλούσιους και φτωχούς ένα τους έχεις’’ Τον πήρε κοντά τον Χάρο, πάει σπίτι του. Λέει στη γυναίκα του : ‘’Γυναίκα, βρήκα κουμπάρο δίκιο’’-‘’Αλήθεια, μ=νοικοκύρη; Ποιόνε;’’ Το χάρο’’-κακό που μούκαμες, κείνος άμα το βαφτίση το παιδί θα τον πάρη’’, -Δεν το παίρνει, παρα συ να τον καρτερέσης με μπίστη, γιατί, ότι να κάνεις, το καταλαβαίνει’’. Το βάφτισε ο Χάρος το παιδί. Τον καλοκαρτερέσανε με πίττες, αρνιά, γιαργούτες, χίλια καλούδια. Κέι που τον ξεβγάνανε, λέει ο Χάρος :<έ, κουμπάρε, έρχεσαι και συ να ιδής το δικό μου σπίτι;-‘’Αχά’’, λέει ο πατέρας ‘’μετά χαράς σου, κουμπάρε μου’’. Αφήκανε γεια της κουμπάρας και φύγανε. Όταν φτάσανε στου Χάρου το σπίτι, τούδειξε όλες τις κάμαρες, ‘ξου μία. ‘’Δείχτη μου και κείνη κουμπάρε’’- ‘’Δεν κάνει’’. Πίμενε ο κουμπάρος και του ανοίγει ο Χάρος και κείνη την κάμερα. Τι να ιδή! Κεί μέσα καιγόντανε κεριά, άλλα μπόι, άλλα πιθαμή, άλλο κόντενε να σβητή’’Να μου ειπής ποιο είναι το δικό μου’’. Τούδειξε ο Χάρος το δικό του, κόντευε να σωθή. ‘’Άμ’, εγώ κοντεύω να πεθάνω!...<Τι να σου κάμω;- ‘’Έ κάνε μου, να μου στείλης είδηση δέκα ημέρες μπροστά. –Θα σου στείλω’’. Σε δέκα ημέρες χάπ!μπροστά του ο Χάρος ‘’Τοιμάσου’’του λέει. <Βρε κουμπάρε, δε σούπα να μου στείλης χαμπέρι δέκα ημέρες μπροστήτερα;’’- ‘’Σούστειλα’’ –‘’πότε’’-‘’Τον καιρό που σκόνταψες κατάκαλα, παραγγελιά ήτανε κείνη’’-‘’Καλά, να βγής, κάνε μου, λιγούλι όξω να ορμηνέψω τη γυναίκα μου πως θα πορευτή’’Βγήκε όξω ο Χάρος. ‘’Γυναίκα, κρύψε με στην κασέλα’’. Κρύφτηκε στην κασέλα, κάθεται κ η γυναίκα του απάνου. Κείνος όμως, ο Χάρος, τον εμύρισε με το λουλούδι και τον πήρε. Καρτέρεσε, καρτέρεσε η γυναίκα, βγαίνει κανιά βολά, αγναντεύει ‘’Σήκω, νοικοκύρη, έφυγ’ ο κουμπάρος’’ανοίγει, πεθαμένος! Έβαλε τις φωνές, μα δεν κάνει να βλαστημάμε το Χάρο και να λέμε <ανάθεμα το Χάρο’’γιατί έρχεται απόφαση.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ενού φτωχού του πεθαίνανε τα παιδιά ρε δεν έχω ψυχή καλή!Είχ’ένα παιδί αβάφτηγο, το πήρε και πάαινε να βρή δίκιον άντρωπο ναν το βαφτίση. Τον απάντησε ο Χριστός <που το πάς το παιδί;’’- ‘’Το πάου να βρώ δίκιον άντρωπο, ναν το βαφτίση’’ ‘’Ναν το δείνης εμένα’’-ποιος είσαι σύ; - ‘’ο Χριστός’’- ‘’Δε στο δίνω, γιατί κάνεις πλούσιους και φτωχούς’’. Το πήρε, πάει παραπέρα, απαντάει το Χάρο <Γεία σου>, <καλώς τονε’’, ‘’που το πάς το παιδί;’’ ‘’Να βρώ δίκιον άντρωπο, να το βαφτίση’’ – ‘’Να το δώκης εμένα’’-‘’ποιος είσαι εσύ;’’ – ‘’ο χάρος’’ – Να στο δώκω, γιατί συ δε ντρέπεσαι, πλούσιους και φτωχούς ένα τους έχεις’’ Τον πήρε κοντά τον Χάρο, πάει σπίτι του. Λέει στη γυναίκα του : ‘’Γυναίκα, βρήκα κουμπάρο δίκιο’’-‘’Αλήθεια, μ=νοικοκύρη; Ποιόνε;’’ Το χάρο’’-κακό που μούκαμες, κείνος άμα το βαφτίση το παιδί θα τον πάρη’’, -Δεν το παίρνει, παρα συ να τον καρτερέσης με μπίστη, γιατί, ότι να κάνεις, το καταλαβαίνει’’. Το βάφτισε ο Χάρος το παιδί. Τον καλοκαρτερέσανε με πίττες, αρνιά, γιαργούτες, χίλια καλούδια. Κέι που τον ξεβγάνανε, λέει ο Χάρος :<έ, κουμπάρε, έρχεσαι και συ να ιδής το δικό μου σπίτι;-‘’Αχά’’, λέει ο πατέρας ‘’μετά χαράς σου, κουμπάρε μου’’. Αφήκανε γεια της κουμπάρας και φύγανε. Όταν φτάσανε στου Χάρου το σπίτι, τούδειξε όλες τις κάμαρες, ‘ξου μία. ‘’Δείχτη μου και κείνη κουμπάρε’’- ‘’Δεν κάνει’’. Πίμενε ο κουμπάρος και του ανοίγει ο Χάρος και κείνη την κάμερα. Τι να ιδή! Κεί μέσα καιγόντανε κεριά, άλλα μπόι, άλλα πιθαμή, άλλο κόντενε να σβητή’’Να μου ειπής ποιο είναι το δικό μου’’. Τούδειξε ο Χάρος το δικό του, κόντευε να σωθή. ‘’Άμ’, εγώ κοντεύω να πεθάνω!...<Τι να σου κάμω;- ‘’Έ κάνε μου, να μου στείλης είδηση δέκα ημέρες μπροστά. –Θα σου στείλω’’. Σε δέκα ημέρες χάπ!μπροστά του ο Χάρος ‘’Τοιμάσου’’του λέει. <Βρε κουμπάρε, δε σούπα να μου στείλης χαμπέρι δέκα ημέρες μπροστήτερα;’’- ‘’Σούστειλα’’ –‘’πότε’’-‘’Τον καιρό που σκόνταψες κατάκαλα, παραγγελιά ήτανε κείνη’’-‘’Καλά, να βγής, κάνε μου, λιγούλι όξω να ορμηνέψω τη γυναίκα μου πως θα πορευτή’’Βγήκε όξω ο Χάρος. ‘’Γυναίκα, κρύψε με στην κασέλα’’. Κρύφτηκε στην κασέλα, κάθεται κ η γυναίκα του απάνου. Κείνος όμως, ο Χάρος, τον εμύρισε με το λουλούδι και τον πήρε. Καρτέρεσε, καρτέρεσε η γυναίκα, βγαίνει κανιά βολά, αγναντεύει ‘’Σήκω, νοικοκύρη, έφυγ’ ο κουμπάρος’’ανοίγει, πεθαμένος! Έβαλε τις φωνές, μα δεν κάνει να βλαστημάμε το Χάρο και να λέμε <ανάθεμα το Χάρο’’γιατί έρχεται απόφαση.

Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Μανιάκι


1944




Αρ. 1508, σελ. 81, Μ. Τσάκωνα, Μανιάκι, 1944

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)