Θα πισταυρώσαν dου Χστό πήρι δρόμου η Παναγιά κι που πάγινι δεν ήξιρι. Βούτηξι η νήλιους κι αρχίνει να σκουτνιάζ. Έδικι βρέθκι σ’ένα dόπου ψιμάτου δάφνις απ’καθριφτίζαν τα’άσπρα τα τα λουλούγια στου νιρό τα ανιβάνσας πούdαν ανάμεσα. Θαν απ’ούdαν κουμέν’ κάτσι να ξικουραστή κι να πγή κουμμάτ’νιρό να ξιγαναδγιάσ’. Ίσια πώσκοψι να πάρ’μνιά χούφτα νιρό, ακούγ’ d’ δάφιν’να d’ λέγ: -Χαρά σι σένα, Παναγιά. Σταυρώσαν dου γιό σ’κι η κουκκινάδα απ’τα’αχείλια σ’δε μπήγι νάρτ’. Απλουγιέτι τότι η Παναγιά κι λέγ’ d δάφιν : Οσ’ κουκκινάδα έχ’τα αχείλια μ’απά στα λουλούδια σ’να χθή, κι όσου φαρμάκ’έχ’ η καρδγιά μ’μές στου κουρμί σ’να ρζώσ’! Βουρκώσαν τα μάτγια τα κι όπους ήdαν γανιασμέν’. Μάτγια τσ’κι’έφγι. Κι απού τότι τα φύλλα ‘ς πούdαν άσπρα γινήκαν κόκκινα σα dου τραdάφλου κι του κουρμί τα κι τα φύλλα τα γινήκαν ψιακά σα dου φαρμάκ’.(πισταυρώσαν=Όταν ετελείωσαν τη σταύρωσι, κουμέν=της πηγής, κουμμάτ’=ολίγον, ξιγαναδγιάς=να φύγη η πίκρα, απλουγιέτι= απαντά, ψιακά= πικρά.)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών