Τη Μεγ. Βδομάδα οι Οβραίοι μέσα στα σπίτια dουν κάνουνι τα βάσανα του Χριστού. Γατα πιάνουνι, πίτ'νο πιάνουνι, οτι πής, κι το σταυρώνουν σα dο Χ'στό. Είδα ιγώ από μια τρύπα, Μιγάλ' Πέφτ'. Μαζωχτούκανι ούλ' οι Εβραίοι, οι Οβρέϊσσες, ούλ' μαζωμέν'. Πίσου πίσου ήρτι κι η Χαχάμης dων. Είχι κι στα χέρια dου ένα bετεινό μιγάλο, 3 οκάδις. Κατόπιν είχι κι ένα σταυρόμαύρο καταμεσή. Απάνω στου τραπέζ' είχαν καρφιά πέντε κι ένα σκερπάν΄. Η Χαχάμ'ς πήρι τουν bετ΄νό, μι του σκοιμνί διμένον, κι τον γύρ'ζε πέρα δώθε. Οι άλλοι τον κλωτσούσαν, τον φτυούσαν. Ύστερα μ' άλλους ου πετεινός κάχ! Κι ήβγ' η υχή του. Ιμείς λογιάζαμι από την τρύπα ένας ένας με τη σειρά. Τουν πήρι πάλ' η Χαχάμ'ς κι τουν γύρ'ζε, κι οι Γιοβραίοι τον κάνανι ρεζίλι. Στερνά τουν πήρι ένας κι τον πέταξι όξω. Σκώνοdαν ένας ένας κι φούλαγε το χέρ' του Χαχάμ' κι πήγαινε στ' δουλειά τ'. - Αυτό ήτανι. Σ'χώρα μι κι ο Θεός σχωρέσ' σε.

Τη Μεγ. Βδομάδα οι Οβραίοι μέσα στα σπίτια dουν κάνουνι τα βάσανα του Χριστού. Γατα πιάνουνι, πίτ'νο πιάνουνι, οτι πής, κι το σταυρώνουν σα dο Χ'στό. Είδα ιγώ από μια τρύπα, Μιγάλ' Πέφτ'. Μαζωχτούκανι ούλ' οι Εβραίοι, οι Οβρέϊσσες, ούλ' μαζωμέν'. Πίσου πίσου ήρτι κι η Χαχάμης dων. Είχι κι στα χέρια dου ένα bετεινό μιγάλο, 3 οκάδις. Κατόπιν είχι κι ένα σταυρόμαύρο καταμεσή. Απάνω στου τραπέζ' είχαν καρφιά πέντε κι ένα σκερπάν΄. Η Χαχάμ'ς πήρι τουν bετ΄νό, μι του σκοιμνί διμένον, κι τον γύρ'ζε πέρα δώθε. Οι άλλοι τον κλωτσούσαν, τον φτυούσαν. Ύστερα μ' άλλους ου πετεινός κάχ! Κι ήβγ' η υχή του. Ιμείς λογιάζαμι από την τρύπα ένας ένας με τη σειρά. Τουν πήρι πάλ' η Χαχάμ'ς κι τουν γύρ'ζε, κι οι Γιοβραίοι τον κάνανι ρεζίλι. Στερνά τουν πήρι ένας κι τον πέταξι όξω. Σκώνοdαν ένας ένας κι φούλαγε το χέρ' του Χαχάμ' κι πήγαινε στ' δουλειά τ'. - Αυτό ήτανι. Σ'χώρα μι κι ο Θεός σχωρέσ' σε.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Τη Μεγ. Βδομάδα οι Οβραίοι μέσα στα σπίτια dουν κάνουνι τα βάσανα του Χριστού. Γατα πιάνουνι, πίτ'νο πιάνουνι, οτι πής, κι το σταυρώνουν σα dο Χ'στό. Είδα ιγώ από μια τρύπα, Μιγάλ' Πέφτ'. Μαζωχτούκανι ούλ' οι Εβραίοι, οι Οβρέϊσσες, ούλ' μαζωμέν'. Πίσου πίσου ήρτι κι η Χαχάμης dων. Είχι κι στα χέρια dου ένα bετεινό μιγάλο, 3 οκάδις. Κατόπιν είχι κι ένα σταυρόμαύρο καταμεσή. Απάνω στου τραπέζ' είχαν καρφιά πέντε κι ένα σκερπάν΄. Η Χαχάμ'ς πήρι τουν bετ΄νό, μι του σκοιμνί διμένον, κι τον γύρ'ζε πέρα δώθε. Οι άλλοι τον κλωτσούσαν, τον φτυούσαν. Ύστερα μ' άλλους ου πετεινός κάχ! Κι ήβγ' η υχή του. Ιμείς λογιάζαμι από την τρύπα ένας ένας με τη σειρά. Τουν πήρι πάλ' η Χαχάμ'ς κι τουν γύρ'ζε, κι οι Γιοβραίοι τον κάνανι ρεζίλι. Στερνά τουν πήρι ένας κι τον πέταξι όξω. Σκώνοdαν ένας ένας κι φούλαγε το χέρ' του Χαχάμ' κι πήγαινε στ' δουλειά τ'. - Αυτό ήτανι. Σ'χώρα μι κι ο Θεός σχωρέσ' σε.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Μικρά Ασία, Αδραμύττιο


1940




Αρ. 1446 Β, σελ. 181, Δ. Λουκάτος, Λέσβος, Πρόσφυγες Αδραμυττίου, 1940

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)