Ήdαν ένα κεχαγιάς και πήγε τα’αφεντικό. Ανελούσαν το βούτυρο. Τ’ αφεντικό έβγαλε τη bνακίδα την πάστρεψε με το χέρ’ να μην αγγίσ’ μαχαίρ’ απάν’, την είδεν, φωνάζ’. –Κεχαγιά, τραβάτε τα’άλογο, μας πιάσαν κλέφτες. Τρέχνε, φέρνε τα’ άλογο, καβαλλικεύει τα’αφεντικό, έφγεν. Λέει κι ο Κεχαγιάς –Άdε, φωνάτε τα ζά, να έρθνε κοντά στις μάντρες. Φευγάτε, κρυφθήτε σεις, ύστερα, λέει, κι εγώ, σαν έρθ ε. Πάνε 8 άσπιρ’ κι ένας Αράπης εννιά – Πήγαν. Αυτός ο Κεχαγιάς τα’ έβαλε βούτυρο, τυριά και τρώγαν. Αυτός που ανακατευε το βούτυρο, καθώς τα’ανακάτευε με τον κράτνο, γεμώζ τον κράτνο βούτυρο, καθώς κάdαν γύρω- γύρω, τις φέρν’ ένα γύρο, τις γεματεί, πετάθκεν, ο κεχαγιάς κι έφγεν. Ο Αράπ’ς νόμζεν ότ’ ήταν μες στ’μάντρα. Πετιέται ο Αράπ’ς να πιάσ’ τον κεχαγιά- φεύγ’ ως 5 χιλιόμετρα, πήγαν ως κοντά στις Σάρδες. Ο Αράπ’ς φωνάζ’ καταπόδ. –Βρε Ρωμηέ, πάdηξε να γίνουμ’ αδέρφια. Λέει : - Δε bορώ, κι είσαι ωπλισμένος. Λέει Γδύνεσαι λέει, όπως σε γέννησεν η μάνα σ’; Γδύθκεν Αράπ’ς όλα τα’τα ρούχα κι είπε : -Τεσλίμ είμαι, κεχαγιά. Πάdηξεν ο Κεχαγιάς, αγκαλιαστήκαν, φιληθήκαν, μονιάσαν- Γυρίζουν, διαβήκαν στη μάντρα. Σαν bήγαν στη μάντρα, πήραν ότ, θέλαν απ’τα’ μάντρα και πήγαν στο καίκι. Γίναν αδέρφια. Στα εξ χρόνια έρχεται το καίκ’ πίσω στο φίλο τα’ τον κεχαγιά αυτός ο ίδγιος ο Αράπς. Ύστερα πάει ο Αράπ’ς πεσκέσια στον κεχαγιά, δλωκε πάλε ο Κεχαγιάς πράματα, τα πήγε στο καίκ’ ο κεχαγιάς για να τον κάν’ ικράμ’ που γίναν αδέλφια. Τον δίν’ και μια φοράδα να καβαλλικέψ’. –Καλά, ρωτά Αράπ’ς, ποιος θα την φέρ’ πάλ’ εδώ; -Εμείς θα κρατήσουμε το πουλάρ εδώ και ξεφόρτω, φιλάν, και θα νέρτ’ εδώ. Ο αράπς τι κάν! Πάει κάτ’ στο Δέμα που ήταν το καράβ αραμένο. Τη φοράδα τη δέσαν μες στο Λαιμό, στο Πέραμα και κάdαν και φυλάγαν να πάη ο κεχαγιάς να την bάρ’, να τον σκοτώσκει. Παdεχ’ μια μέρα, παδέχ’ δυό, δεν την αφίν’νε τη φοράδα να φύγ. - ΄Εστελνε τις τσοπανοί τα’, τις παραγιοί τα’, φοβούdαν, δεν πήγανναν. Αποφασίζ’κειός. Θα πάω ‘γώ. –Πήγε κατεκεί, τον σκοτώσαν. Πήρε το άρωμα τα’ κι έφγε. Κι από τότε πολιτεύεται η κουβέντα. (bνακίδα= ωμοπλάτη, κράτνο= κρατούνα, πάdηξε= περίμενε, τεσλίμ= παραδίδομαι, ικράμ= να τον περιποιηθή)

Ήdαν ένα κεχαγιάς και πήγε τα’αφεντικό. Ανελούσαν το βούτυρο. Τ’ αφεντικό έβγαλε τη bνακίδα την πάστρεψε με το χέρ’ να μην αγγίσ’ μαχαίρ’ απάν’, την είδεν, φωνάζ’. –Κεχαγιά, τραβάτε τα’άλογο, μας πιάσαν κλέφτες. Τρέχνε, φέρνε τα’ άλογο, καβαλλικεύει τα’αφεντικό, έφγεν. Λέει κι ο Κεχαγιάς –Άdε, φωνάτε τα ζά, να έρθνε κοντά στις μάντρες. Φευγάτε, κρυφθήτε σεις, ύστερα, λέει, κι εγώ, σαν έρθ ε. Πάνε 8 άσπιρ’ κι ένας Αράπης εννιά – Πήγαν. Αυτός ο Κεχαγιάς τα’ έβαλε βούτυρο, τυριά και τρώγαν. Αυτός που ανακατευε το βούτυρο, καθώς τα’ανακάτευε με τον κράτνο, γεμώζ τον κράτνο βούτυρο, καθώς κάdαν γύρω- γύρω, τις φέρν’ ένα γύρο, τις γεματεί, πετάθκεν, ο κεχαγιάς κι έφγεν. Ο Αράπ’ς νόμζεν ότ’ ήταν μες στ’μάντρα. Πετιέται ο Αράπ’ς να πιάσ’ τον κεχαγιά- φεύγ’ ως 5 χιλιόμετρα, πήγαν ως κοντά στις Σάρδες. Ο Αράπ’ς φωνάζ’ καταπόδ. –Βρε Ρωμηέ, πάdηξε να γίνουμ’ αδέρφια. Λέει : - Δε bορώ, κι είσαι ωπλισμένος. Λέει Γδύνεσαι λέει, όπως σε γέννησεν η μάνα σ’; Γδύθκεν Αράπ’ς όλα τα’τα ρούχα κι είπε : -Τεσλίμ είμαι, κεχαγιά. Πάdηξεν ο Κεχαγιάς, αγκαλιαστήκαν, φιληθήκαν, μονιάσαν- Γυρίζουν, διαβήκαν στη μάντρα. Σαν bήγαν στη μάντρα, πήραν ότ, θέλαν απ’τα’ μάντρα και πήγαν στο καίκι. Γίναν αδέρφια. Στα εξ χρόνια έρχεται το καίκ’ πίσω στο φίλο τα’ τον κεχαγιά αυτός ο ίδγιος ο Αράπς. Ύστερα πάει ο Αράπ’ς πεσκέσια στον κεχαγιά, δλωκε πάλε ο Κεχαγιάς πράματα, τα πήγε στο καίκ’ ο κεχαγιάς για να τον κάν’ ικράμ’ που γίναν αδέλφια. Τον δίν’ και μια φοράδα να καβαλλικέψ’. –Καλά, ρωτά Αράπ’ς, ποιος θα την φέρ’ πάλ’ εδώ; -Εμείς θα κρατήσουμε το πουλάρ εδώ και ξεφόρτω, φιλάν, και θα νέρτ’ εδώ. Ο αράπς τι κάν! Πάει κάτ’ στο Δέμα που ήταν το καράβ αραμένο. Τη φοράδα τη δέσαν μες στο Λαιμό, στο Πέραμα και κάdαν και φυλάγαν να πάη ο κεχαγιάς να την bάρ’, να τον σκοτώσκει. Παdεχ’ μια μέρα, παδέχ’ δυό, δεν την αφίν’νε τη φοράδα να φύγ. - ΄Εστελνε τις τσοπανοί τα’, τις παραγιοί τα’, φοβούdαν, δεν πήγανναν. Αποφασίζ’κειός. Θα πάω ‘γώ. –Πήγε κατεκεί, τον σκοτώσαν. Πήρε το άρωμα τα’ κι έφγε. Κι από τότε πολιτεύεται η κουβέντα. (bνακίδα= ωμοπλάτη, κράτνο= κρατούνα, πάdηξε= περίμενε, τεσλίμ= παραδίδομαι, ικράμ= να τον περιποιηθή)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήdαν ένα κεχαγιάς και πήγε τα’αφεντικό. Ανελούσαν το βούτυρο. Τ’ αφεντικό έβγαλε τη bνακίδα την πάστρεψε με το χέρ’ να μην αγγίσ’ μαχαίρ’ απάν’, την είδεν, φωνάζ’. –Κεχαγιά, τραβάτε τα’άλογο, μας πιάσαν κλέφτες. Τρέχνε, φέρνε τα’ άλογο, καβαλλικεύει τα’αφεντικό, έφγεν. Λέει κι ο Κεχαγιάς –Άdε, φωνάτε τα ζά, να έρθνε κοντά στις μάντρες. Φευγάτε, κρυφθήτε σεις, ύστερα, λέει, κι εγώ, σαν έρθ ε. Πάνε 8 άσπιρ’ κι ένας Αράπης εννιά – Πήγαν. Αυτός ο Κεχαγιάς τα’ έβαλε βούτυρο, τυριά και τρώγαν. Αυτός που ανακατευε το βούτυρο, καθώς τα’ανακάτευε με τον κράτνο, γεμώζ τον κράτνο βούτυρο, καθώς κάdαν γύρω- γύρω, τις φέρν’ ένα γύρο, τις γεματεί, πετάθκεν, ο κεχαγιάς κι έφγεν. Ο Αράπ’ς νόμζεν ότ’ ήταν μες στ’μάντρα. Πετιέται ο Αράπ’ς να πιάσ’ τον κεχαγιά- φεύγ’ ως 5 χιλιόμετρα, πήγαν ως κοντά στις Σάρδες. Ο Αράπ’ς φωνάζ’ καταπόδ. –Βρε Ρωμηέ, πάdηξε να γίνουμ’ αδέρφια. Λέει : - Δε bορώ, κι είσαι ωπλισμένος. Λέει Γδύνεσαι λέει, όπως σε γέννησεν η μάνα σ’; Γδύθκεν Αράπ’ς όλα τα’τα ρούχα κι είπε : -Τεσλίμ είμαι, κεχαγιά. Πάdηξεν ο Κεχαγιάς, αγκαλιαστήκαν, φιληθήκαν, μονιάσαν- Γυρίζουν, διαβήκαν στη μάντρα. Σαν bήγαν στη μάντρα, πήραν ότ, θέλαν απ’τα’ μάντρα και πήγαν στο καίκι. Γίναν αδέρφια. Στα εξ χρόνια έρχεται το καίκ’ πίσω στο φίλο τα’ τον κεχαγιά αυτός ο ίδγιος ο Αράπς. Ύστερα πάει ο Αράπ’ς πεσκέσια στον κεχαγιά, δλωκε πάλε ο Κεχαγιάς πράματα, τα πήγε στο καίκ’ ο κεχαγιάς για να τον κάν’ ικράμ’ που γίναν αδέλφια. Τον δίν’ και μια φοράδα να καβαλλικέψ’. –Καλά, ρωτά Αράπ’ς, ποιος θα την φέρ’ πάλ’ εδώ; -Εμείς θα κρατήσουμε το πουλάρ εδώ και ξεφόρτω, φιλάν, και θα νέρτ’ εδώ. Ο αράπς τι κάν! Πάει κάτ’ στο Δέμα που ήταν το καράβ αραμένο. Τη φοράδα τη δέσαν μες στο Λαιμό, στο Πέραμα και κάdαν και φυλάγαν να πάη ο κεχαγιάς να την bάρ’, να τον σκοτώσκει. Παdεχ’ μια μέρα, παδέχ’ δυό, δεν την αφίν’νε τη φοράδα να φύγ. - ΄Εστελνε τις τσοπανοί τα’, τις παραγιοί τα’, φοβούdαν, δεν πήγανναν. Αποφασίζ’κειός. Θα πάω ‘γώ. –Πήγε κατεκεί, τον σκοτώσαν. Πήρε το άρωμα τα’ κι έφγε. Κι από τότε πολιτεύεται η κουβέντα. (bνακίδα= ωμοπλάτη, κράτνο= κρατούνα, πάdηξε= περίμενε, τεσλίμ= παραδίδομαι, ικράμ= να τον περιποιηθή)

Μέγας, Γ. Α.
Μέγας, Γ. Α. (EL)

Παραδόσεις

Λήμνος, Κάσπακας


1938




Αρ. 1160 Δ, σελ. 60, Γ. Μέγας, Λήμνος, Κάσπακας, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.