Ο γέρο Γιώργης Πενέσης ή Γούβης μας τραγούδησε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθησαν και εγράφησαν στο Α! τετράδιο (αριθ. Χειρ. 2214). Συνέχεια μας είπε και την ιστορία της οικογενειάς του. Όπως ακριβώς τα ενθυμείται και τα λέγει ο ίδιος: Όλη μου τη ζωή την πέρασα ως αγρότης και τσιοπάνης. Στα 97 – 98 με το Γιώργη το Πρίτζιπα, που ήταν του ναυτικού αρμοστής, δικητής, πήγαμε στην Κρήτη. Πήγαμε στα Θανιά της Κρήτης και κάναμε εκεί 43 ημέρες. Μετά γυρίσαμε στην Αθήνα, στους αμπελόκηπους και τότε ήταν διαταγή να πάρη από πάσα λόχου τρεις άντρες για τα ανάκτορα. Μαζί με τους άλλους πήραν και μένα. Στο παλάτι υπερέτησα 14 μήνους, ως τσιολιάς. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Πάνο. Κατηγορήθηκε ως ζωοκλέφτης και ότι έκανε απόπειρα να σκοτώση ένα τσοπάνο στον Πλάτανο. Τον εδίκασαν σε θάνατο και τον πήγαν στις φυλακές του Μιλτιάδη στο Παλαμίδι. Έμεινε κατάδικος τρία χρόνια και τότε αποφάσισε με δυό άλλους φυλακισμένους να τρουπήσουν τις φυλακές και να φύγουν. Κρυφά και σιγά – σιγά ‘τρούπησαν σε μια μεριά τη φυλακή και ρίξανε κλήρο ποιος από τους τρεις φυλακισμένους θα βγη να πιάση το σκοπό και να φύγουν. Έπεσε ο κλήρος στον πατέρα μου. Βγήκε πρώτος, άρπαξε το σκοπό, του βούλωσε το στόμα, τον έβαλε στην αμασχάλη του και τον έφερε στο Κυβέρι. Τον ακολούθησαν οι άλλοι δύο σύντροφοί του, ο Χελιώτης και ο Σπανοβαγγέλης. Όταν έφτασαν στο Κιβέρι, ξαρμάτωσε το σκοπό και τον άφησε ελεύθερο. Από τότε έφυγαν στο κλαρί. Ο κόσμος τότε του έφτιαξε το τραγούδι: Βγήκε ο Πάνος στα βουνά μέσ’ στο πρώτο το λημέρι Πάνο, Γούβη Ντελμπεντέρη (=παλληκάρι). Φίλοι του πάνε – κυρά Πάναινα, φίλοι του πάνε το ψωμί, και οι κουμπάρες το προσφάϊ Πάνο Γούβη, παλληκάρι. Έμεινε 3 -4 χρόνια στα βουνά. Είχαν αναστατωθή για να τον πιάσουν, αλλά τίποτα δεν μπορούσαν να κάμουν. Κάποιος φυλακισμένος συνεννοήθηκε τότε με τις αρχές και έκανε δήθεν ότι εδραπέτευσε και υποσχέθηκε να πιάση το Γούβη. Πήρε λοιπόν και πήγε στο πατέρα μου, που έζησαν μαζί 8 μήνες. Κάποια μέρα το βρήκαν καλά και πήγαν στη Σπάρτη. Μπήκαν σε μια ταβέρνα και έτρωγαν. Ο σύντροφός του αυτός βρήκε την ευκαιρία και τον πρόδωσε. Τον κύκλωσαν με στρατό μιας διλοχίας. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τον πρόδωσε ο σύντροφός του και τη στιγμή, που ανέβαινε στη σκάλα της ταβέρνας αυτός, του έρριξε και τον σκότωσε. Του πρότειναν να παραδοθή αλλά δεν δέχτηκε. Κανείς δεν τόλμαγε να μπη στη ταβέρνα. Τότε ειδοποιήθηκαν οι βουλευταί της Λακωνίας, ο Ματάλλας, ο Παπαμιχαλόπουλος και ο Μαυρομιχάλης, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι δεν έχει κανείς να τον πειράξη. Τους παρέδωσε τα όπλα του και τον έφεραν στην Τρίπολι και απ’ εκεί στις φυλακές του Ναυπλίου. Τότε τους φυλακισμένους επεσκέφθη ο βασιλεύς Γεώργιος και η Όλγα. Ο πατέρας μου χόρεψε τόσο καλά και λεβέντικα μπροστά τους, που η βασίλισσα τον έφερε σε 20 χρόνια φυλακή. Έπειτα πήρε χάρι και βγήκε από τις φυλακές. Ακολούθησε το πολιτευτή Χριστόπουλο, από τον Άγιο Πέτρο, ως ιδιαίτερός του. Στα πενήντα του χρόνια αρρώστησε από πούντα. Μια βραδυά στο όνειρό του είδε ότι έπεσε μέσα σ’ ένα ασβεστοκάμινο. Το πρωΐ ξημερώθηκε άσκημα και είπε στη γυναίκα του ότι θα πεθάνη. Βγήκε στο παράθυρο και χαιρέτησε το Μαλεβό. Την άλλη ημέρα πέθανε. Αυτά έγιναν εδώ και 80 χρόνια. Ήταν τόσο λεβέντης ο πατέρας μου, ώστε και τώρα λέει ο κόσμος: «Χορεύει σαν το Γούβη». [Πλάτανος= χωριό της Κυνουρίας, στους πρόποδες του Πάρνωνα (Μαλεβού), Μαλεβό= το όρος Πάρνων κοντά στον Άγιο – Πέτρο]

Ο γέρο Γιώργης Πενέσης ή Γούβης μας τραγούδησε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθησαν και εγράφησαν στο Α! τετράδιο (αριθ. Χειρ. 2214). Συνέχεια μας είπε και την ιστορία της οικογενειάς του. Όπως ακριβώς τα ενθυμείται και τα λέγει ο ίδιος: Όλη μου τη ζωή την πέρασα ως αγρότης και τσιοπάνης. Στα 97 – 98 με το Γιώργη το Πρίτζιπα, που ήταν του ναυτικού αρμοστής, δικητής, πήγαμε στην Κρήτη. Πήγαμε στα Θανιά της Κρήτης και κάναμε εκεί 43 ημέρες. Μετά γυρίσαμε στην Αθήνα, στους αμπελόκηπους και τότε ήταν διαταγή να πάρη από πάσα λόχου τρεις άντρες για τα ανάκτορα. Μαζί με τους άλλους πήραν και μένα. Στο παλάτι υπερέτησα 14 μήνους, ως τσιολιάς. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Πάνο. Κατηγορήθηκε ως ζωοκλέφτης και ότι έκανε απόπειρα να σκοτώση ένα τσοπάνο στον Πλάτανο. Τον εδίκασαν σε θάνατο και τον πήγαν στις φυλακές του Μιλτιάδη στο Παλαμίδι. Έμεινε κατάδικος τρία χρόνια και τότε αποφάσισε με δυό άλλους φυλακισμένους να τρουπήσουν τις φυλακές και να φύγουν. Κρυφά και σιγά – σιγά ‘τρούπησαν σε μια μεριά τη φυλακή και ρίξανε κλήρο ποιος από τους τρεις φυλακισμένους θα βγη να πιάση το σκοπό και να φύγουν. Έπεσε ο κλήρος στον πατέρα μου. Βγήκε πρώτος, άρπαξε το σκοπό, του βούλωσε το στόμα, τον έβαλε στην αμασχάλη του και τον έφερε στο Κυβέρι. Τον ακολούθησαν οι άλλοι δύο σύντροφοί του, ο Χελιώτης και ο Σπανοβαγγέλης. Όταν έφτασαν στο Κιβέρι, ξαρμάτωσε το σκοπό και τον άφησε ελεύθερο. Από τότε έφυγαν στο κλαρί. Ο κόσμος τότε του έφτιαξε το τραγούδι: Βγήκε ο Πάνος στα βουνά μέσ’ στο πρώτο το λημέρι Πάνο, Γούβη Ντελμπεντέρη (=παλληκάρι). Φίλοι του πάνε – κυρά Πάναινα, φίλοι του πάνε το ψωμί, και οι κουμπάρες το προσφάϊ Πάνο Γούβη, παλληκάρι. Έμεινε 3 -4 χρόνια στα βουνά. Είχαν αναστατωθή για να τον πιάσουν, αλλά τίποτα δεν μπορούσαν να κάμουν. Κάποιος φυλακισμένος συνεννοήθηκε τότε με τις αρχές και έκανε δήθεν ότι εδραπέτευσε και υποσχέθηκε να πιάση το Γούβη. Πήρε λοιπόν και πήγε στο πατέρα μου, που έζησαν μαζί 8 μήνες. Κάποια μέρα το βρήκαν καλά και πήγαν στη Σπάρτη. Μπήκαν σε μια ταβέρνα και έτρωγαν. Ο σύντροφός του αυτός βρήκε την ευκαιρία και τον πρόδωσε. Τον κύκλωσαν με στρατό μιας διλοχίας. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τον πρόδωσε ο σύντροφός του και τη στιγμή, που ανέβαινε στη σκάλα της ταβέρνας αυτός, του έρριξε και τον σκότωσε. Του πρότειναν να παραδοθή αλλά δεν δέχτηκε. Κανείς δεν τόλμαγε να μπη στη ταβέρνα. Τότε ειδοποιήθηκαν οι βουλευταί της Λακωνίας, ο Ματάλλας, ο Παπαμιχαλόπουλος και ο Μαυρομιχάλης, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι δεν έχει κανείς να τον πειράξη. Τους παρέδωσε τα όπλα του και τον έφεραν στην Τρίπολι και απ’ εκεί στις φυλακές του Ναυπλίου. Τότε τους φυλακισμένους επεσκέφθη ο βασιλεύς Γεώργιος και η Όλγα. Ο πατέρας μου χόρεψε τόσο καλά και λεβέντικα μπροστά τους, που η βασίλισσα τον έφερε σε 20 χρόνια φυλακή. Έπειτα πήρε χάρι και βγήκε από τις φυλακές. Ακολούθησε το πολιτευτή Χριστόπουλο, από τον Άγιο Πέτρο, ως ιδιαίτερός του. Στα πενήντα του χρόνια αρρώστησε από πούντα. Μια βραδυά στο όνειρό του είδε ότι έπεσε μέσα σ’ ένα ασβεστοκάμινο. Το πρωΐ ξημερώθηκε άσκημα και είπε στη γυναίκα του ότι θα πεθάνη. Βγήκε στο παράθυρο και χαιρέτησε το Μαλεβό. Την άλλη ημέρα πέθανε. Αυτά έγιναν εδώ και 80 χρόνια. Ήταν τόσο λεβέντης ο πατέρας μου, ώστε και τώρα λέει ο κόσμος: «Χορεύει σαν το Γούβη». [Πλάτανος= χωριό της Κυνουρίας, στους πρόποδες του Πάρνωνα (Μαλεβού), Μαλεβό= το όρος Πάρνων κοντά στον Άγιο – Πέτρο]
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ο γέρο Γιώργης Πενέσης ή Γούβης μας τραγούδησε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθησαν και εγράφησαν στο Α! τετράδιο (αριθ. Χειρ. 2214). Συνέχεια μας είπε και την ιστορία της οικογενειάς του. Όπως ακριβώς τα ενθυμείται και τα λέγει ο ίδιος: Όλη μου τη ζωή την πέρασα ως αγρότης και τσιοπάνης. Στα 97 – 98 με το Γιώργη το Πρίτζιπα, που ήταν του ναυτικού αρμοστής, δικητής, πήγαμε στην Κρήτη. Πήγαμε στα Θανιά της Κρήτης και κάναμε εκεί 43 ημέρες. Μετά γυρίσαμε στην Αθήνα, στους αμπελόκηπους και τότε ήταν διαταγή να πάρη από πάσα λόχου τρεις άντρες για τα ανάκτορα. Μαζί με τους άλλους πήραν και μένα. Στο παλάτι υπερέτησα 14 μήνους, ως τσιολιάς. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Πάνο. Κατηγορήθηκε ως ζωοκλέφτης και ότι έκανε απόπειρα να σκοτώση ένα τσοπάνο στον Πλάτανο. Τον εδίκασαν σε θάνατο και τον πήγαν στις φυλακές του Μιλτιάδη στο Παλαμίδι. Έμεινε κατάδικος τρία χρόνια και τότε αποφάσισε με δυό άλλους φυλακισμένους να τρουπήσουν τις φυλακές και να φύγουν. Κρυφά και σιγά – σιγά ‘τρούπησαν σε μια μεριά τη φυλακή και ρίξανε κλήρο ποιος από τους τρεις φυλακισμένους θα βγη να πιάση το σκοπό και να φύγουν. Έπεσε ο κλήρος στον πατέρα μου. Βγήκε πρώτος, άρπαξε το σκοπό, του βούλωσε το στόμα, τον έβαλε στην αμασχάλη του και τον έφερε στο Κυβέρι. Τον ακολούθησαν οι άλλοι δύο σύντροφοί του, ο Χελιώτης και ο Σπανοβαγγέλης. Όταν έφτασαν στο Κιβέρι, ξαρμάτωσε το σκοπό και τον άφησε ελεύθερο. Από τότε έφυγαν στο κλαρί. Ο κόσμος τότε του έφτιαξε το τραγούδι: Βγήκε ο Πάνος στα βουνά μέσ’ στο πρώτο το λημέρι Πάνο, Γούβη Ντελμπεντέρη (=παλληκάρι). Φίλοι του πάνε – κυρά Πάναινα, φίλοι του πάνε το ψωμί, και οι κουμπάρες το προσφάϊ Πάνο Γούβη, παλληκάρι. Έμεινε 3 -4 χρόνια στα βουνά. Είχαν αναστατωθή για να τον πιάσουν, αλλά τίποτα δεν μπορούσαν να κάμουν. Κάποιος φυλακισμένος συνεννοήθηκε τότε με τις αρχές και έκανε δήθεν ότι εδραπέτευσε και υποσχέθηκε να πιάση το Γούβη. Πήρε λοιπόν και πήγε στο πατέρα μου, που έζησαν μαζί 8 μήνες. Κάποια μέρα το βρήκαν καλά και πήγαν στη Σπάρτη. Μπήκαν σε μια ταβέρνα και έτρωγαν. Ο σύντροφός του αυτός βρήκε την ευκαιρία και τον πρόδωσε. Τον κύκλωσαν με στρατό μιας διλοχίας. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τον πρόδωσε ο σύντροφός του και τη στιγμή, που ανέβαινε στη σκάλα της ταβέρνας αυτός, του έρριξε και τον σκότωσε. Του πρότειναν να παραδοθή αλλά δεν δέχτηκε. Κανείς δεν τόλμαγε να μπη στη ταβέρνα. Τότε ειδοποιήθηκαν οι βουλευταί της Λακωνίας, ο Ματάλλας, ο Παπαμιχαλόπουλος και ο Μαυρομιχάλης, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι δεν έχει κανείς να τον πειράξη. Τους παρέδωσε τα όπλα του και τον έφεραν στην Τρίπολι και απ’ εκεί στις φυλακές του Ναυπλίου. Τότε τους φυλακισμένους επεσκέφθη ο βασιλεύς Γεώργιος και η Όλγα. Ο πατέρας μου χόρεψε τόσο καλά και λεβέντικα μπροστά τους, που η βασίλισσα τον έφερε σε 20 χρόνια φυλακή. Έπειτα πήρε χάρι και βγήκε από τις φυλακές. Ακολούθησε το πολιτευτή Χριστόπουλο, από τον Άγιο Πέτρο, ως ιδιαίτερός του. Στα πενήντα του χρόνια αρρώστησε από πούντα. Μια βραδυά στο όνειρό του είδε ότι έπεσε μέσα σ’ ένα ασβεστοκάμινο. Το πρωΐ ξημερώθηκε άσκημα και είπε στη γυναίκα του ότι θα πεθάνη. Βγήκε στο παράθυρο και χαιρέτησε το Μαλεβό. Την άλλη ημέρα πέθανε. Αυτά έγιναν εδώ και 80 χρόνια. Ήταν τόσο λεβέντης ο πατέρας μου, ώστε και τώρα λέει ο κόσμος: «Χορεύει σαν το Γούβη». [Πλάτανος= χωριό της Κυνουρίας, στους πρόποδες του Πάρνωνα (Μαλεβού), Μαλεβό= το όρος Πάρνων κοντά στον Άγιο – Πέτρο]

Δημητρόπουλος, Γρηγόριος
Δημητρόπουλος, Γρηγόριος (EL)

Παραδόσεις

Αρκαδία, Κυνουρία, Άγιος Πέτρος


1956




Λ. Α. αρ. 2255, σελ. 208 – 11, Γρ. Δημητρόπουλος, Άγιος Πέτρος Κυνουρίας, 1956

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)