Σε μια ζωγραφική καθαρά ανθρωποκεντρική, ανιχνεύεται η προσωπική πορεία του Nίκου Nικολάου, στηριγμένη στη βαθειά γνώση, μελέτη και αφομοίωση, όχι μόνο αρχών και κανόνων της αρχαίας ελληνικής, ρωμαϊκής, αιγυπτιακής τέχνης, αλλά και στοιχείων από τη λαϊκή παράδοση, που έντονα έζησε τόσο στη γενέτειρά του `Yδρα, όσο και στο κατάστημα της μητέρας του με τα παλαιά αντικείμενα. H ανθρώπινη μορφή, ανδρική ή γυναικεία, προβάλλει επιβλητική, με αδρά και καθαρά περιγράμματα, στην αρχή σε ενιαίες χρωματικές επιφάνειες χωρίς φωτοσκιάσεις, που αποκτούν ευαισθησίες και τονικότητες μόνο από το διάχυτο φώς της φύσης, αργότερα με ελαφρό ή περισσότερο έντονο σκιοφωτισμό, ωστόσο πάντοτε μνημειακή, με έντονη πλαστικότητα και ιερατική μεγαλοπρέπεια. H αρχέγονη σχέση άνδρα-γυναίκας αποδίδεται με περιορισμένη κλίμακα γήϊνων χρωμάτων που υποβάλλουν μια ήρεμη ατμόσφαιρα εσωτερικής επικοινωνίας, ενώ τα τελευταία είκοσι χρόνια η εμμονή του στην επεικόνιση μόνο της γυναικείας μορφής, με τη μνημειακή στατικότητα και την τελετουργική χειρονομία, ανάγει στη Mητέρα-Θεά, σύμβολο της γονιμότητας και δημιουργίας. Kαι ακριβώς αυτό τονίζεται ιδιαίτερα στη μεγάλη σειρά από πέτρες, όπου αξιοποιεί το φυσικό σχηματισμό που η θάλασσα ή ο αέρας χάρισαν στην ύλη και με ελάχιστες γραμμικές επεμβάσεις της, δίνει σάρκα, ζωή, πνεύμα. Kαι όταν παράλληλα με τη συνήθη θεματογραφία του απεικονίζει τοπία από την αγαπημένη του `Yδρα ή γοργόνες, καράβια, λαγήνια, παντού κυριαρχεί η ίδια αφαιρετική αντίληψη τόσο στη χρήση της γραμμής στο σχέδιο, όσο και στη λιτή χωρίς τονικές διαβαθμίσεις τοποθέτηση του χρώματος.
(EL)