Σαρακατσάνοι

Από τα βουνά στα «χειμαδιά»
17-06-2024 | Δέσποινα Τυχάλα | ΕΚΤ

Η Σαρακατσάνα γιαγιά μου μιλούσε για τα «παλιά τα χρόνια» αναφερόμενη στις δύσκολες συνθήκες αλλά με αίσθημα νοσταλγίας. 

Όταν, στα 80 της χρόνια, χρειάστηκε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, η πόλη για κείνη έμοιαζε ασφυκτική και το διαμέρισμα φυλακή. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να νιώθει μια γυναίκα που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της περιπλανώμενη στα βουνά - σε αντίξοες συνθήκες αλλά με μια πρωτόγονη αίσθηση ελευθερίας και συνάμα ασφάλειας της κοινότητας: 

«Στο καραβάνι, φόρτωναμε τ’ άλογα, όσα είχε ο καθένας, εδέναμε τα σαμάρια, εφτιάναμε ένα σκ’νί από πίσω απ’ το σαμάρι κι εβάζαμε τα πράματα, όλο το σπιτικό, .. χαράργια, φορέματα, καζάνια, σκαφίδια και βελέντζες καλές και τα δεναμε κανταρέλα. Κι έβαζαμε και μια θ’λιά εδώ στο χέρι κι έπλεκαμε και στο δρόμο. Οι γερόντοι πάγαιναν μπροστά. Κινάγαμε απ’ τα χειμαδιά να πάμε για τα β΄νά και είχαμε και όψιμα πρατάκια και γρουνάκια και ξεκίναγαν παιδάκια, κορ’τσάκια και γερόντοι ποιοίν ήταν .. σιά μπροστά. Όσο να φορτώσουμε, όσο να κάνουμε τις δ’λειές ικιές, .. αυτοί περπάταγαν. Πίσω δεν άφηναμε τίποτα. Στη στράτα είχαμαν και γεννητούρια. Αναμέριζαν δυό γριές και γένναγαν το παιδί στο δρόμο και το τύλιγαν. Άμα πέθαινε κανένας στο δρόμο η απάν, τον κατέβαζαμε στα μνήματα στο χωριό που ήταν εκεί κοντά .. 

Εμείς Σαρακατσαναίοι ήμασταν, έβγαιναμε στα βουνά κι εφτιάναμε τα καλύβια μας. Πααίναμε σ’ ένα β’νί, εκεί στο Περιστέρι. Τα καλύβια τά ΄βρισκαμαν εκεί, δεν μας τα πείραζε κανένας και τα ΄φτιαναμε. Και έβαζαμε και κάτι πράματα σε κάτι σπηλιές εκεί, .. αργαλειό και κάτι άλλα, .. και τα ΄βρισκαμε».

Mια αδιάκοπη μετακίνηση από τα ορεινά στα πεδινά προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφή για τα κοπάδια τους: αυτή ήταν η ζωή των Σαρακατσαναίων.

Διατήρησαν μάλιστα τον ποιμενικό και νομαδικό τους χαρακτήρα μέχρι τα μισά του εικοστού αιώνα καθώς η εγκατάσταση τους σε μόνιμους οικισμούς πραγματοποιήθηκε, σταδιακά, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Η ελεύθερη διαβίωση στα βουνά, έξω από κάθε κοινωνικό έλεγχο, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ξεχωριστού τρόπου ζωής και έκφρασης που χαρακτηρίζεται από την αγάπη για τη φύση και τα ζώα τους, την προσήλωση στις πατρογονικές παραδόσεις και έντονα στοιχεία κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.

Απομακρυσμένοι για αιώνες από το ντόπιο πολιτιστικό στοιχείο διατήρησαν τη δική τους πολιτιστική ενότητα παρουσιάζοντας εντυπωσιακή ομοιογένεια, στη γλώσσα, στα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής. Πρόκειται για αυτάρκεις κοινότητες που βασίζονταν στα κτηνοτροφικά προιόντα (μαλλί, γάλα, τυρί). Έτρωγαν κρέας μόνο σε σημαντικά κοινωνικά γεγονότα ή σε θρησκευτικές γιορτές όπως του Αη Γιώργη. Κορωνίδα των κοινωνικών εκδηλώσεων ήταν ο γάμος. Το τραγούδι ήταν η κυρίαρχη ψυχαγωγία στις συντροφιές και στους γάμους.

Όπως αφηγούνταν η γιαγιά:

«Μιά βολά, όταν παντρεύονταν ο μπάρμπα Αποστόλης ο Γαλατάς, με πήραν και μένα και πήγα στη νύφη και έλεγαμε το τραγούδι :

Ξύπνα τριανταφυλλένια μου, ήρθα στο μαχαλά σου,

αν κοιμάσαι ξύπνησε κι αν κάθεσαι έβγα όξω

σου ΄φερα χτένι και γυαλί κι ένα χρυσό γαϊτάνι

το χτένι να χτενίζεσαι και το γυαλί να βλέπεις

κι αυτό το χρυσοπλίξεδο να πλέγεις τα μαλλιά σου».

Η αδιάσπαστη συνοχή στους τύπους της κατοικίας τους (η κυκλική κλαδόπλεκτη καλύβα, το ενδιαίτημα των Σαρακατσάνων, συναντάται από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι σήμερα και αποτελεί αρχετυπική μορφή ανθρώπινης κατοικίας) και στα μοτίβα της διακοσμητικής τέχνης στους κλάδους της χειροτεχνίας τους –υφαντική, κεντητική, πλεχτική, ξυλογλυπτική, διάκοσμος ψωμιού– είναι, κατά την Αγγελική Χατζημιχάλη, μοναδική στην ιστορία της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Πανάρχαια γεωμετρικά σχήματα (ζιγκ-ζαγκ, κυμάτια, μαίανδροι) επαναλαμβάνονται με εντυπωσιακή συνέπεια στα σαρακατσάνικα εργόχειρα.

Ακλόνητη παρέμεινε και η βάση της κοινωνικής οργάνωσης των Σαρακατσάνων, τα τσελιγκάτα, μικρές κοινωνίες αποτελούμενες από 20-50 οικογένειες. Στην κεφαλή της φατρίας βρισκόταν ο τσέλιγκας και όλα τα μέλη όφειλαν να υπακούνε σε αυτόν. 

Στο αυστηρό αυτό κοινωνικό πλαίσιο, όπου η μορφή του πατέρα δέσποζε σε όλες τις εκδηλώσεις του βίου, ο ρόλος της γυναίκας ήταν καταλυτικός αλλά παραγνωρισμένος και υποτιμημένος. Είναι εντυπωσιακό ότι ολόκληρη η σαρακατσάνικη τέχνη –εκτός από την ξυλογλυπτική– βρισκόταν στα χέρια της γυναίκας

 

Οι Σαρακατσάνες επωμίζονταν όλες τις δουλειές της φατρίας· την κατασκευή και τη φροντίδα της καλύβας, το κουβάλημα του νερού και των ξύλων και το καθάρισμα των μαντριών. Όλες οι εργασίες από το διάλεγμα των κατάλληλων μαλλιών μέχρι την ύφανση στον αργαλείο ήταν αποκλειστική ευθύνη των γυναικών. 

«Μικρή όταν ήμαν, .. πάαινα στα πρόβατα, ..το χ΄μωνα γένναγαν τα πρόβατα, ..δ΄λειές είχαμαν. Από μικρή έγνεθα, ύφαινα, ζύμωνα, εγώ ήμαν η νοικοκυρά από μικρή. Όλο στις γ’ναίκες ήταν οι δουλειές. Έρχονταν η άνοιξη, ..κουρεύαμε τα πρόβατα, ..κράταγαμε το μαλλί, πόσο μας χρειάζονταν, το πλεναμε, το παγαίναμε στο νταράκι, το φτιαναμε τλούπες και εγνέθαμε. Εμείς τα  κορ’τσάκια εφτιάναμε κουκλούλες με φορεματάκια που ΄χαμαν. Τα παιδάκια έφτιαναν μια τόπα μπάλα με μπαλώματα και την έδεναν με σκοινιά κι έφτιαναν μια τρυπούλα και την έβαζαν».

Η Θεματική Έκθεση που ακολουθεί περιλαμβάνει δείγματα υφαντικής και κεντητικής τέχνης, πορτραίτα, στιγμιότυπα του καθημερινού βίου και μαγνητοσκοπήσεις από σαρακατσάνικα «ανταμώματα» στην ύπαιθρο όπου οι νεότεροι αναβιώνουν παλαιά έθιμα, τραγουδούν και χορεύουν ακολουθώντας τα ίδια βήματα με τους προγόνους τους σε μια απόπειρα διατήρησης της ιστορικής μνήμης.

Ανακαλύψτε τα   τεκμήρια  της θεματικής έκθεσης