Το αλώνισμα

Παραδοσιακές πρακτικές αλωνίσματος στην προβιομηχανική Ελλάδα
03-07-2024 | Έλενα Λαγούδη Ι ΕΚΤ

« Ευθύς μόλις πρωτοφανεί ο γίγαντας Ωρίωνας, τ΄άγιο της Δήμητρας το στάρι λιχνίζουνε, μέσα σ΄ένα τόπο καλοπνεούμενο και πάνω σ΄ ένα αλώνι καλοϊσιασμένο» Ησίοδος  

Θημωνιές, αλώνια, λίχνισμα, στέντζερο, άφαλος, ξώγυρας, δοκάνα, βολόσυρος, δικράνι, δρεμόνι, δάρτης, χερόβολο, λαμνί, κότσαλα, κόσκινο, σύρτης- είναι λέξεις άγνωστες για εμάς σήμερα, όμως κάποτε στην καθημερινότητα των γεωργών. Ή μάλλον, στην καθημερινότητα του Ιουλίου, καθώς ήταν ο μήνας του αλωνίσματος. Για αυτό και ανάλογα με την περιοχή ο Ιούλιος ονομαζόταν και Αλωνάρης, Αλωνευτής, Δευτερόλης, Δευτερογιούλης, Αηλιάς, Φουσκομηνάς, Χασκομηνάς, Γυαλιστής ή Γυαλινός, Αηκερατίτης και Χορτοκόπος. 

Κατασκευή και λειτουργία του αλωνιού

Το αλώνι φτιαχνόταν σε μέρος που φύσουν άνεμοι. Ήταν στρωμένο με πέτρα (πετράλωνο) ή με χώμα (χωματάλονο), φτιαγμένο δηλαδή με λάσπη ανακατεμένη με κοπριά βοδιού. Ήταν κυκλικό, με διάμετρο τουλάχιστον τέσσερα μέτρα. Το οριοθετούσαν όρθιες πέτρες, οι οποίες αλλού ονομάζονταν αζούροι και αλλού σφεντόνα και στο κέντρο έφερε ένα ξύλινο κοντάρι, το στοιχερό ή στέντζερο, από όπου έδεναν το ζώο που θα έκανε το αλώνισμα γυρίζοντας γύρω-γύρω. 

Τα ζώα που χρησι­μοποιούσαν στο αλώνισμα, ήδη από την Αρχαιότητα, ήταν βόδια,άλογα ή μουλάρια. Όπως αναφέρει ο Ξενοφώντας τη φροντίδα για το αλώνι και τα ζώα είχαν οι επαλωσταί, από το επί+αλοάω, δηλαδή ο αλωνίζων. 

Αλώνισμα και λίχνισμα

Το αλώνισμα ξεκινούσε με το στρώσιμο του αλωνικού  σ’ όλο το αλώνι με το διχάλι, ένα ξύλινο εργαλείο με μακρύ χέρι, σε σχήμα περισπωμένης με διχάλα στην πάνω άκρη της οποίας τα χαχάλια (τα δυο ανοιχτά μέρη) είναι γυρισμένα προς τα επάνω με άκρες χωρίς αιχμή (κούτουλες). Το στρώσιμο έπρεπε να είναι του ίδιου πάχους σ όλα τα σημεία, για να περνά εύκολα ο βολόσυρος και να μη μπουκώνει.  

Ο βολόσυρος ήταν ένα γεωργικό εργαλείο φτιαγμένο από δύο χοντρές σανίδες σκληρού ξύλου, συναρμολογημένες σε ένα ενιαίο σώμα. Ήταν στενότερο μπροστά και πλατύτερο πίσω, με προεξοχές-δόντια στα άκρα του πίσω μέρους για στήριξη όταν τοποθετείται όρθιο. Το μπροστινό μέρος ήταν κυρτωμένο προς τα πάνω για να διευκολύνει την ολίσθηση πάνω στο αλώνι. Στην κάτω επιφάνεια του βολόσυρου υπήρχαν υποδοχές με σφηνωμένες βολοσυρόπετρες (κοφτερές πέτρες τσακμακόπετρας-πυρίτη), οι οποίες, καθώς περνούσε ο βολόσυρος πάνω από το αλώνι, έκοβαν το άχυρο και διευκολύνουν το αλώνισμα. 

Ο αλωνάρης οδηγούσε το ζώο το οποίο έσερνε το βολόσυρο και ένας βοηθός συμπλήρωνε αλωνικό όταν χρειαζόταν. Το αλώνισμα γινόταν τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας, γιατί φρυγάνιαζε, δηλαδή αποξεραινόταν το αλωνικό και έτσι το αλώνισμα γινόταν ευκολότερο. Οι πολύ ζεστές ανέφελες μέρες λεγόταν αλωνόμερες, ενώ αν ήταν συννεφιασμένη η ημέρα δεν γινόταν αλώνισμα, γιατί μαλάκωνε το αλωνικό και δεν κοβόταν. 

Ύστερα άρχιζε η επόμενη διαδικασία, του λιχνίσματος, που είχε σκοπό να χωρίσει τον καρπό του από τ άχυρα. Για να πετύχει το λίχνισμα, χρειαζόταν να φυσά ουρματικός αέρας, δηλαδή συνεχής αλλά όχι δυνατός. Και αυτή η διαδικασία ήταν απαιτητική και ήθελε εξειδικευμένα εργαλεία όπως τη βολίστη (κόσκινο με μεγάλες στρογγυλές τρύπες), το δικράνι, το παράσυρο (σκούπα) και τα ζευγατικά. Αφού ολοκληρωνόταν το καθάρισμα, τοποθετούσαν τον καρπό σε τσουβάλια και τον πήγαιναν στον μύλο για άλεσμα, ενώ τα άχυρα μετατρέπονταν σε αχυρόμπαλες για το τάισμα των ζώων.

 

'Εθιμα και παραδόσεις του αλωνίσματος  

Το αλώνι ήταν τόπος ιερός. Οι αλωνάρηδες, λιχνιστάδες και βοηθοί στο τέλος των εργασιών έκαναν έναν σταυρό πάνω στον καρπό ή έχωναν κάτι σιδερένιο, “για να σιδερώσει το σιτάρι”, δηλαδή να γίνει γερό. Κάθε περιοχή της Ελλάδας είχε έθιμα και παραδόσεις για το αλώνισμα, όπως για παράδειγμα ότι δεν έπρεπε να έρθει στο αλώνι γυναίκα γνέθοντας με ρόκα γιατί «ήταν ξωτικιά και έδιωχνε τον άνεμο και δεν μπορούσαν να λιχνίσουν». Αλλού πίστευαν ότι το αλώνι ήταν άσυλο για τον νυχτοπερπατητή καθώς στοιχειό ή ξωτικό δεν έμπαινε μέσα στο αλώνι . 

Το πρώτο ψωμί από τη νέα σοδειά συνήθως το προσέφεραν σε περαστικούς και το μοιραζόντουσαν με την κοινότητα. Στην Αρχαιότητα το πρώτο ψωμί από τη νέα σοδειά λεγόταν θάργηλος ή θαλύσιος άρτος και το προσέφεραν στους θεούς. 

Στην παρακάτω Θεματική θα βρείτε φωτογραφίες αντικειμένων και εργασιών αλωνίσματος, έργα ζωγραφικής και γνωμικά που φωτίζουν την ξεχασμένη αυτή πτυχή της γεωργικής μας κληρονομιάς. Στη μαγνητοσκόπηση από τη συλλογή του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών θα δείτε αλώνισμα ρεβυθιού στο Λασίδι το 1967

 

Ανακαλύψτε τα   τεκμήρια  της θεματικής έκθεσης