«Ένα gαιρό σφάζνα τις bάbες και τις παπούδες βδομήdα χρονώ. Ένας βασιλές που γήθελε να σφάζνα τις bάbες και τις παπούδες γείπε ‘ς τα παλικάρια να κάννα αλυσσίδα πε την άμδη. Ένα παλλικάρ’ πήγε και το γείπε το bαbά τ’. Πάντε ‘ς το βασιλέ να δώσ’ ορνέκ (δείγμα). Πήγε ‘ς το βασιλέ και γύρεψε, ορνέκ να κάν’ την αλυσσίδα. Ρώτσε ο βασιλές: Ποιος το γείπε να γυρέφτ’ ορνέκ; Να, έχουμ’ ένα bαπού και μας το γείπε, λέγει το παιδί. Γλέπτε, λέγει ο βασιλές, χρειάζουdαι οι παπούδες, να μη τις σφάζτε πλια, να φίντε να πεθνήσκουνα πε το θάνατο. Πε τότε και γύστερα δε σφάζνα τις παπούδες και τις bάbες, αλλά πεθνήσκουνε όdες γερνούσνα. Ο βασιλές το γείπε και τις άλλες τις βασιλέδες και δε σφάζνα πια τις παπούδες και τις bάbες».
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens