Γεννιτσαρέοι (Κιρτζαλίδες) ήρθαν στο χωριό μας δω και 160 χρόνια, την ημέρα τ’ Αηλιά. Οι χωργιανοί ήταν στην εκκλησία τα’ Αηλιά που ήταν έξω από το χωργιό κι’ επειδή δεν βρήκαν κόσμο μέσα στο χωργιό, έβαλαν φωτιά να κάψουν το χωργιό. Το χωργιό μας ήταν στενόμακρο, γιατί τα σπίτια ήταν ανάμεσα στο ποτάμι και στο μπαΐρι ως τρία χιλιόμετρα. Κάθε σπίτι έβλεπε προς την Ανατολή και κάθε σπίτι είχε τ’ αλώνι πίσω. Τότες ήταν οι Θημωνιές στ’ αλώνια και καθώς έδωκαν φωτγιά, κάηκαν όλα. Μονάχα τρία σπίτια που είχαν τ’ αλώνια μπροστά δεν κάηκαν και σώζονται ακόμα. Το Μπατσικάδικο, το Κυργιακάδικο και το Γκουdινάδικο. Και άμα ξανάχτισαν το χωριό, έβαλαν τ’ αλώνια μπροστά και έτσι είναι ως τώρα. Άμα κάηκε το χωριό, έφυγαν οι άνθρωποι στην Αδριανού και όταν ησύχασεν ο καιρός, ήρθαν πίσω, και από το φόβο τους στην άκρα του χωριού υπήρχε ένα μέρος κατάλληλο, απ’ το ένα μέρος ήταν ποτάμ’ , απ’ το άλλο βαθύ ρέμα κι’ απ’ το άλλο που δεν είχε ρέμα και ποτάμ’ έκαμαν καλέ με χαντάκι, με χώμα και άφησαν και δυο πόρτες. Σε κάθε πόρτα είχαν και μια κούκλα και είχαν φύλακα παντοτεινά, που φύλαγε από τση γεννιτσάρδες. Μέσα στο φραγμένο μέρος, αυτό που ήταν καμμιά εκατοστή στρέμματα, κάθε οικογένεια είχε πο μια καλύβα – Διήρκησε καμπόσα χρόνια αυτό το χωριό και ύστερα, άμα ηύραν κομμάτ’ ησυχία, ξαναέχτισαν το χωριό με τ΄ αλώνια μπροστά. Σ’ αυτό το χωριό παντρεύτηκεν ο προπαππός μου, σ’ αυτές τις καλύβες έκανε τη χαρά τ. Σήμερα τα θεμέλια των πύργων σώζονται.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών