Τον παλιό καιρό γυρίζανε οι Τούρκοι και μαζεύανε τα σερνικά. Κάθε χωριό ορίζανε και πόσα παιδιά θα πάρουνε. Είπανε για του Χρυσοβίτσι πως θα πάρουνε εννέα παιδιά. Μια χήρα λοιπόν είχε εννιά παιδιά, και τα εννιά σερνικά. Είπαν οι γερόντοι: «Εκεί που θα κλαίνε εννιά μαννάδες, ας κλαίη μια». Όταν ήρθε λοιπόν ο Τάρταρης, του δείξανε το σπίτι της χήρας να πάρη τα δικά της τα παιδιά. Σαν πήγε εκείνος να της τα πάρη άρχισε αυτή να τον περιχαλάη: «Άφσε με, αφέντη Τάρταρη, αφσέ με ένα παιδί, θέλεις το Γιάννη δος μου, θέλεις το Gωσταντή πούναι γραμματισμένοι, ξέρουν γράμματα, να γράφουνε στην Πόλη, στ’ άλλα τα παιδιά». Αυτός δεν στάθη τρόπος να της αφήση κανένα παιδί κι’ εκείνη από το σικλέτι της έσκασε, πέθανε και πριν πεθάνη καταράθηκε το χωριό να μην προκόψη. Το λέει και το τραγούδι: Χρυσοβίτσι παινεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο, εδώ χωριό δε γίνεται κι’ αν γίνη θα χαλάση. Από της γριάς την κατάρα, γιατί την προδώσανε οι γερόντοι. Είναι κι’ άλλο τραγούδι γι’ αυτό: Άσπρε σταυραετε και μπίρμπιλε πετρίτη, τ’ είδες , τ’ άκουσες στον κόσμο που γυρίζεις: - Είδα θάλασσες, καράβια αρματωμένα, σέρνει ο Τάρταρης εννιά ‘δέρφια δεμένα, σ’ έναν άλυσσο.

Τον παλιό καιρό γυρίζανε οι Τούρκοι και μαζεύανε τα σερνικά. Κάθε χωριό ορίζανε και πόσα παιδιά θα πάρουνε. Είπανε για του Χρυσοβίτσι πως θα πάρουνε εννέα παιδιά. Μια χήρα λοιπόν είχε εννιά παιδιά, και τα εννιά σερνικά. Είπαν οι γερόντοι: «Εκεί που θα κλαίνε εννιά μαννάδες, ας κλαίη μια». Όταν ήρθε λοιπόν ο Τάρταρης, του δείξανε το σπίτι της χήρας να πάρη τα δικά της τα παιδιά. Σαν πήγε εκείνος να της τα πάρη άρχισε αυτή να τον περιχαλάη: «Άφσε με, αφέντη Τάρταρη, αφσέ με ένα παιδί, θέλεις το Γιάννη δος μου, θέλεις το Gωσταντή πούναι γραμματισμένοι, ξέρουν γράμματα, να γράφουνε στην Πόλη, στ’ άλλα τα παιδιά». Αυτός δεν στάθη τρόπος να της αφήση κανένα παιδί κι’ εκείνη από το σικλέτι της έσκασε, πέθανε και πριν πεθάνη καταράθηκε το χωριό να μην προκόψη. Το λέει και το τραγούδι: Χρυσοβίτσι παινεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο, εδώ χωριό δε γίνεται κι’ αν γίνη θα χαλάση. Από της γριάς την κατάρα, γιατί την προδώσανε οι γερόντοι. Είναι κι’ άλλο τραγούδι γι’ αυτό: Άσπρε σταυραετε και μπίρμπιλε πετρίτη, τ’ είδες , τ’ άκουσες στον κόσμο που γυρίζεις: - Είδα θάλασσες, καράβια αρματωμένα, σέρνει ο Τάρταρης εννιά ‘δέρφια δεμένα, σ’ έναν άλυσσο.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Τον παλιό καιρό γυρίζανε οι Τούρκοι και μαζεύανε τα σερνικά. Κάθε χωριό ορίζανε και πόσα παιδιά θα πάρουνε. Είπανε για του Χρυσοβίτσι πως θα πάρουνε εννέα παιδιά. Μια χήρα λοιπόν είχε εννιά παιδιά, και τα εννιά σερνικά. Είπαν οι γερόντοι: «Εκεί που θα κλαίνε εννιά μαννάδες, ας κλαίη μια». Όταν ήρθε λοιπόν ο Τάρταρης, του δείξανε το σπίτι της χήρας να πάρη τα δικά της τα παιδιά. Σαν πήγε εκείνος να της τα πάρη άρχισε αυτή να τον περιχαλάη: «Άφσε με, αφέντη Τάρταρη, αφσέ με ένα παιδί, θέλεις το Γιάννη δος μου, θέλεις το Gωσταντή πούναι γραμματισμένοι, ξέρουν γράμματα, να γράφουνε στην Πόλη, στ’ άλλα τα παιδιά». Αυτός δεν στάθη τρόπος να της αφήση κανένα παιδί κι’ εκείνη από το σικλέτι της έσκασε, πέθανε και πριν πεθάνη καταράθηκε το χωριό να μην προκόψη. Το λέει και το τραγούδι: Χρυσοβίτσι παινεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο, εδώ χωριό δε γίνεται κι’ αν γίνη θα χαλάση. Από της γριάς την κατάρα, γιατί την προδώσανε οι γερόντοι. Είναι κι’ άλλο τραγούδι γι’ αυτό: Άσπρε σταυραετε και μπίρμπιλε πετρίτη, τ’ είδες , τ’ άκουσες στον κόσμο που γυρίζεις: - Είδα θάλασσες, καράβια αρματωμένα, σέρνει ο Τάρταρης εννιά ‘δέρφια δεμένα, σ’ έναν άλυσσο.

Ταρσούλη, Γεωργία
Ταρσούλη, Γεωργία (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Πύλος, Ζιζάνι


1939




Αρ. 1378 Α, σελ. 111, Γ. Ταρσούλη, Ζιζάνι Πυλίας, 1939

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)