Στο δρόμο προς το ασπροχώρι όταν πας με το ξω, φαίνεται μια λίμνη μεγάλη. Κοντά είναι το χωριό Αγδίνιες. Ένας Γδύνιες ήταν ένας παπάς κ’ είχε το χωράφι του κει που είναι σήμερο η λίμνη. Τ’ Αγίου Σπυρίδωνα αφού λειτούργησε, πήγε να κάνη χωράφι. Η παπαδιά του λεγε να μην πάη τέτοια μέρα. Ο Άγιος Σπυρίδωνας λειώνει δυο ζευγάρια παπούτσια. Το χρόνο. Παίρνει αυτός το κοπέλλι του και πάει. Σαν τελείωσε μια σποριά, βλέπει το κοπέλλι του ένα ψάρι. Σαν το ‘δειξε στον παπά να άρχισαν να βγαίνουν κι άλλα. Ο παπάς χάρηκε που θα φάη ψάρια και τα ΄στεψε με το κοπέλλι, στην παπαδιά να τα φκειάσει. Αυτή όμως που κατάλαβε του λέει: Τρέχα να πης στον παπά να φύγη από το χωράφι, γιατί θα γίνη λίμνη. Μα ώσπου να πάη βλέπει τα βόδια και τον παπά να πλέη και σε λίγο χάθηκαν βόδια και παπάς στη λίμνη!
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών