Τσι παλιούς καιρούς ένα Σφακιανό καΐκι έγκαζεν από πα στο καλό καταυόδιο, μα η φορτίνα το ρηξεν έξω από τη στράτα του και τόφερε εις ένα νησί, που τανε τριαμάτηδες. Εκείνοι (οι ναύται) δεν εκατέχασι πως επέσασι ‘ς τσι Τριαμάτηδες. Εβγήκασι το λοιπός έξω κι είδασι ν ένα κάστρο που χε τριά μπετένια το νε μέσα ‘ς τ’ άλλο. Το κάστρο, που δασι ήτονε των Τριαμάτηδων, μ’ αυτοί ελείπασι. Κ’ ήσανε μόνο μέσα τρία κοπέλια των Τριαμάτηδων, που ο Θεός να τα κάμη κοπέλια, και στη μπόρτα κάθε μπετενιού ήτονε και βλεπε ένας μεγάλος σκύλος, που σε πιανε τρομάρα να τόνε δης. Οι σκύλοι ετούτοι εμάθασι κι αφήνασι τσι ξένους να μπαίνουν μέσα, μα ύστερο δε τσ’ αφήνανε να πορίζουσι. Εμπήκασι το λοιπός κ’ οι δικοί μας μέσα και βρήκασιν έναν γέρο στραβό, που τονε βλέπασι τα τρία κοπέλια των τριαμάτηδων και τονε ταΐζανε για να τονε φάνε να – μ – παχύνη. Ετότε σας μόνον ενοήσανε πως επέσανε ΄ς τσι τριαμάτηδες. Μα οι παλιοί μας ήσασι έξυπνοι και εσκοτώσασι με τη μαργιολσά τα τρία κοπέλια και ύστερα επήρανε το γέρο κ’ εφύγασι. Κ οι σκύλοι δεν το απαντήξασι γιατί τώνε δώκασι το κρέας των τριών κοπελιών. Εμπήκασι πάλι ‘ς το καΐκι και φύγασι καταυόδιο για πα. Σ τη στράτα μάθασιν από το γέρο πως ήτονε κι αυτός από τον τόπον μας. Και για να δη αν ήσανε κι αυτοί αδύνατοι σαν τσι παλιούς μας, εζήτηξε ν τη χέρα ν τωνε για να τη σφίξη. Μα κείνοι του δώκασι μια σπασμένη άγκουρα κ’ εκεινος την έσφιξε και την έσπασε. Μα ύστερα πόθανε ΄ς τη στράτα γιατί τονε παλιός κ’ έσβυσε το καντύλιν του.

Τσι παλιούς καιρούς ένα Σφακιανό καΐκι έγκαζεν από πα στο καλό καταυόδιο, μα η φορτίνα το ρηξεν έξω από τη στράτα του και τόφερε εις ένα νησί, που τανε τριαμάτηδες. Εκείνοι (οι ναύται) δεν εκατέχασι πως επέσασι ‘ς τσι Τριαμάτηδες. Εβγήκασι το λοιπός έξω κι είδασι ν ένα κάστρο που χε τριά μπετένια το νε μέσα ‘ς τ’ άλλο. Το κάστρο, που δασι ήτονε των Τριαμάτηδων, μ’ αυτοί ελείπασι. Κ’ ήσανε μόνο μέσα τρία κοπέλια των Τριαμάτηδων, που ο Θεός να τα κάμη κοπέλια, και στη μπόρτα κάθε μπετενιού ήτονε και βλεπε ένας μεγάλος σκύλος, που σε πιανε τρομάρα να τόνε δης. Οι σκύλοι ετούτοι εμάθασι κι αφήνασι τσι ξένους να μπαίνουν μέσα, μα ύστερο δε τσ’ αφήνανε να πορίζουσι. Εμπήκασι το λοιπός κ’ οι δικοί μας μέσα και βρήκασιν έναν γέρο στραβό, που τονε βλέπασι τα τρία κοπέλια των τριαμάτηδων και τονε ταΐζανε για να τονε φάνε να – μ – παχύνη. Ετότε σας μόνον ενοήσανε πως επέσανε ΄ς τσι τριαμάτηδες. Μα οι παλιοί μας ήσασι έξυπνοι και εσκοτώσασι με τη μαργιολσά τα τρία κοπέλια και ύστερα επήρανε το γέρο κ’ εφύγασι. Κ οι σκύλοι δεν το απαντήξασι γιατί τώνε δώκασι το κρέας των τριών κοπελιών. Εμπήκασι πάλι ‘ς το καΐκι και φύγασι καταυόδιο για πα. Σ τη στράτα μάθασιν από το γέρο πως ήτονε κι αυτός από τον τόπον μας. Και για να δη αν ήσανε κι αυτοί αδύνατοι σαν τσι παλιούς μας, εζήτηξε ν τη χέρα ν τωνε για να τη σφίξη. Μα κείνοι του δώκασι μια σπασμένη άγκουρα κ’ εκεινος την έσφιξε και την έσπασε. Μα ύστερα πόθανε ΄ς τη στράτα γιατί τονε παλιός κ’ έσβυσε το καντύλιν του.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Τσι παλιούς καιρούς ένα Σφακιανό καΐκι έγκαζεν από πα στο καλό καταυόδιο, μα η φορτίνα το ρηξεν έξω από τη στράτα του και τόφερε εις ένα νησί, που τανε τριαμάτηδες. Εκείνοι (οι ναύται) δεν εκατέχασι πως επέσασι ‘ς τσι Τριαμάτηδες. Εβγήκασι το λοιπός έξω κι είδασι ν ένα κάστρο που χε τριά μπετένια το νε μέσα ‘ς τ’ άλλο. Το κάστρο, που δασι ήτονε των Τριαμάτηδων, μ’ αυτοί ελείπασι. Κ’ ήσανε μόνο μέσα τρία κοπέλια των Τριαμάτηδων, που ο Θεός να τα κάμη κοπέλια, και στη μπόρτα κάθε μπετενιού ήτονε και βλεπε ένας μεγάλος σκύλος, που σε πιανε τρομάρα να τόνε δης. Οι σκύλοι ετούτοι εμάθασι κι αφήνασι τσι ξένους να μπαίνουν μέσα, μα ύστερο δε τσ’ αφήνανε να πορίζουσι. Εμπήκασι το λοιπός κ’ οι δικοί μας μέσα και βρήκασιν έναν γέρο στραβό, που τονε βλέπασι τα τρία κοπέλια των τριαμάτηδων και τονε ταΐζανε για να τονε φάνε να – μ – παχύνη. Ετότε σας μόνον ενοήσανε πως επέσανε ΄ς τσι τριαμάτηδες. Μα οι παλιοί μας ήσασι έξυπνοι και εσκοτώσασι με τη μαργιολσά τα τρία κοπέλια και ύστερα επήρανε το γέρο κ’ εφύγασι. Κ οι σκύλοι δεν το απαντήξασι γιατί τώνε δώκασι το κρέας των τριών κοπελιών. Εμπήκασι πάλι ‘ς το καΐκι και φύγασι καταυόδιο για πα. Σ τη στράτα μάθασιν από το γέρο πως ήτονε κι αυτός από τον τόπον μας. Και για να δη αν ήσανε κι αυτοί αδύνατοι σαν τσι παλιούς μας, εζήτηξε ν τη χέρα ν τωνε για να τη σφίξη. Μα κείνοι του δώκασι μια σπασμένη άγκουρα κ’ εκεινος την έσφιξε και την έσπασε. Μα ύστερα πόθανε ΄ς τη στράτα γιατί τονε παλιός κ’ έσβυσε το καντύλιν του.

Άγνωστος συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Σφακιά



Αρ. 120, σελ. 38 – 39, Σφακιά Κρήτης, Αγνώστου

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.