Αλέξαντρος ο βασιλιάς ενειρεύτηκε πως υπάρχει σκότος κ’ εστενοχωριούντονε με είντα τρόπο θα το βρη κ’ εσυνεννοήθηκε τη δωδεκάδαν του. Ετότες του ‘πε ένας απού τη δωδεκάδαν του, να πάρη σαράντα φοράδες βυζανόμενες και να τρυπήση καλάμια να βάλη μπαρούτι και λάδι, γιατί βρίσκονται ‘ς την πόρτα του σκότους άγριοι αθρώποι και τρώνε τσ’ αθρώπους. Κι όντεν θα μπούνε ‘ςτην πόρτα του σκότους, να δώσουνε φωθιά ς’ τα καλάμια απού ΄χουνε το μπαρούτι και το λάδι, να κάψουνε τσοι φτερούγες των αγρίω αθρώπω και με τέθοιον τρόπο θα μπούνε ‘ς το σκότος. Όντεν επερνούσανε το σκότος των ελέγανε οι καημένοι άγριοι: - Να νοιώθετε να πάρετε από μας να φάτε και να κάμετε πετσί να καλλικωθήτε! Εκειά μέσα ήτονε ένα πράμα απού ‘λεγε: Ανέν πάρης, θα το μεταγνώσης κι’ α δεν πάρης, πάλι θα το μεταγνώσης. Αυτό το πράμα ήτονε ατίμητη πέτρα απού έφεγγε ‘ς το σκότος. Εκ Λάκκων Κυδωνίας
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών