Αλέξαντρος ο βασιλιάς ενειρεύτηκε πως υπάρχει σκότος κ’ εστενοχωριούντονε με είντα τρόπο θα το βρη κ’ εσυνεννοήθηκε τη δωδεκάδαν του. Ετότες του ‘πε ένας απού τη δωδεκάδαν του, να πάρη σαράντα φοράδες βυζανόμενες και να τρυπήση καλάμια να βάλη μπαρούτι και λάδι, γιατί βρίσκονται ‘ς την πόρτα του σκότους άγριοι αθρώποι και τρώνε τσ’ αθρώπους. Κι όντεν θα μπούνε ‘ςτην πόρτα του σκότους, να δώσουνε φωθιά ς’ τα καλάμια απού ΄χουνε το μπαρούτι και το λάδι, να κάψουνε τσοι φτερούγες των αγρίω αθρώπω και με τέθοιον τρόπο θα μπούνε ‘ς το σκότος. Όντεν επερνούσανε το σκότος των ελέγανε οι καημένοι άγριοι: - Να νοιώθετε να πάρετε από μας να φάτε και να κάμετε πετσί να καλλικωθήτε! Εκειά μέσα ήτονε ένα πράμα απού ‘λεγε: Ανέν πάρης, θα το μεταγνώσης κι’ α δεν πάρης, πάλι θα το μεταγνώσης. Αυτό το πράμα ήτονε ατίμητη πέτρα απού έφεγγε ‘ς το σκότος. Εκ Λάκκων Κυδωνίας

Αλέξαντρος ο βασιλιάς ενειρεύτηκε πως υπάρχει σκότος κ’ εστενοχωριούντονε με είντα τρόπο θα το βρη κ’ εσυνεννοήθηκε τη δωδεκάδαν του. Ετότες του ‘πε ένας απού τη δωδεκάδαν του, να πάρη σαράντα φοράδες βυζανόμενες και να τρυπήση καλάμια να βάλη μπαρούτι και λάδι, γιατί βρίσκονται ‘ς την πόρτα του σκότους άγριοι αθρώποι και τρώνε τσ’ αθρώπους. Κι όντεν θα μπούνε ‘ςτην πόρτα του σκότους, να δώσουνε φωθιά ς’ τα καλάμια απού ΄χουνε το μπαρούτι και το λάδι, να κάψουνε τσοι φτερούγες των αγρίω αθρώπω και με τέθοιον τρόπο θα μπούνε ‘ς το σκότος. Όντεν επερνούσανε το σκότος των ελέγανε οι καημένοι άγριοι: - Να νοιώθετε να πάρετε από μας να φάτε και να κάμετε πετσί να καλλικωθήτε! Εκειά μέσα ήτονε ένα πράμα απού ‘λεγε: Ανέν πάρης, θα το μεταγνώσης κι’ α δεν πάρης, πάλι θα το μεταγνώσης. Αυτό το πράμα ήτονε ατίμητη πέτρα απού έφεγγε ‘ς το σκότος. Εκ Λάκκων Κυδωνίας
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Αλέξαντρος ο βασιλιάς ενειρεύτηκε πως υπάρχει σκότος κ’ εστενοχωριούντονε με είντα τρόπο θα το βρη κ’ εσυνεννοήθηκε τη δωδεκάδαν του. Ετότες του ‘πε ένας απού τη δωδεκάδαν του, να πάρη σαράντα φοράδες βυζανόμενες και να τρυπήση καλάμια να βάλη μπαρούτι και λάδι, γιατί βρίσκονται ‘ς την πόρτα του σκότους άγριοι αθρώποι και τρώνε τσ’ αθρώπους. Κι όντεν θα μπούνε ‘ςτην πόρτα του σκότους, να δώσουνε φωθιά ς’ τα καλάμια απού ΄χουνε το μπαρούτι και το λάδι, να κάψουνε τσοι φτερούγες των αγρίω αθρώπω και με τέθοιον τρόπο θα μπούνε ‘ς το σκότος. Όντεν επερνούσανε το σκότος των ελέγανε οι καημένοι άγριοι: - Να νοιώθετε να πάρετε από μας να φάτε και να κάμετε πετσί να καλλικωθήτε! Εκειά μέσα ήτονε ένα πράμα απού ‘λεγε: Ανέν πάρης, θα το μεταγνώσης κι’ α δεν πάρης, πάλι θα το μεταγνώσης. Αυτό το πράμα ήτονε ατίμητη πέτρα απού έφεγγε ‘ς το σκότος. Εκ Λάκκων Κυδωνίας

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μυλοπόταμος, Πρινέ


1939




Γ. Κ. Σπυριδάκης, Κρητικαί παραδόσεις, Έπετ. Κρητ. Σπουδ. Β, (1939), σελ. 136

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/292272



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)